Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρυστάλλωση η [apokristálosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρυσταλλώνω. 1. η μεταβολή (της μορφής) ενός σώματος σε κρύσταλλο. 2. (μτφ.) η διαμόρφωση οριστικής, τελικής γνώμης: ~ γνώμης / απόψεων / ιδεών.
[λόγ. αποκρυσταλλω- (δες αποκρυσταλλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cristallisation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρυστάλλωση [apokristálosi] η, (L)
- ① formation of crystals, act or result of crystallizing, crystallization (syn αποκρυσταλλοποίηση 1, αποκρυστάλλωμα 1):
- ~ του αλατιού
- ② fig reaching of a clear and definite form, crystallization (syn αποκρυσταλλοποίηση 2, αποκρυστάλλωμα 2):
- η "Aναφορά στο Γκρέκο" είναι η τελική ~ των κοσμοθεωριών του |
- το μέγιστο χρέος είναι η λυρική ~ του εσωτερικού κόσμου, η συντέλεση της οριστικής μορφής (Panagiotop) |
- η ~ μιας πολύτιμης στιγμής που περικλείει την αιωνιότητα (Chatzinis) |
- ακόμα δεν έγινε η ~ μερικών Eλλήνων σ' ένα τύπο, σε μια μορφή, σ' ένα καλούπι (Idas, adapted) |
- να πιάσει τις ιδέες, όχι σε μια στιγμή αποκρυστάλλωσης οπότε θα μοιάζουν σταθμευμένες, νεκρές (Chatzinis) |
- η κοχλαστική εξόρμηση του μεσοπολέμου δεν κατέληξε σε αποκρυσταλλώσεις, σε θετικά αποτελέσματα (Thrylos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκρυστάλλωσις]
- ① formation of crystals, act or result of crystallizing, crystallization (syn αποκρυσταλλοποίηση 1, αποκρυστάλλωμα 1):