Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκρυπτογραφώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκρυπτογραφώ [apokriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.διαβάζω και ερμηνεύω ένα κείμενο που είναι γραμμένο: α. σε μυστικό, συνθηματικό κώδικα. ANT κρυπτογραφώ: Kατάφεραν να βρουν τον κώδικα και να αποκρυπτογραφήσουν το κείμενο. β. με σύμβολα μιας άγνωστης γλώσσας: Οι επιστήμονες αποκρυπτογράφησαν τη σφηνοειδή γραφή / τη Γραμμική B. 2. (μτφ.) κατανοώ ή ερμηνεύω κτ. που είναι περίπλοκο, δυσνόητο ή δυσερμήνευτο: Δυσκολεύτηκα να αποκρυπτογραφήσω το νόημα των λόγων του.

[λόγ. απο- κρυπτογραφώ μτφρδ. γαλλ. décrypter (< de- + αρχ. κρυπτός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκρυπτογραφώ [apokriptoγrafó] ipf αποκρυπτογραφούσα, aor αποκρυπτογράφησα, pf & plupf έχω-είχα αποκρυπτογραφήσει, pass αποκρυπτογραφούμαι, aor αποκρυπτογραφήθηκα (subj αποκρυπτογραφηθώ), (L)
  • decipher, decode (syn ντεσιφράρω):
    • ο M. Bέντρις αποκρυπτογράφησε την γραμμική γραφή B και απόδειξε ότι ήταν ελληνική (Poulianos) |
    • είχαν πιάσει τα σήματα ενός πομπού και τάχαν κιόλα αποκρυπτογραφήσει (RApostolidis) |
    • προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα νεύματα που έρχονται από τους θεούς (Georgoulis) |
    • όλες οι κρυμμένες έννοιες αφήνονται ν' αποκρυπτογραφηθούν από τον αναγνώστη (Papatsonis)

[fr kath (neol) αποκρυπτογραφώ (-έω), der of αποκρυπτογράφος or cpd w. κρυπτογραφώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες