Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκρουστικός, επίθ.
-
- Δυσάρεστος:
- λόγος … αποκρουστικός (Δεφ., Λόγ. 305).
[μτγν. επίθ. αποκρουστικός. H λ. και σήμ.]
- Δυσάρεστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρουστικός -ή -ό [apokrustikós] Ε1 : 1.που (κυρ. η θέα του) προκαλεί ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, απέχθεια, αποστροφή: Aποκρουστικό θέαμα. Tο πρόσωπό του, γεμάτο πληγές, ήταν αποκρουστικό. 2. (μτφ.) απεχθής, έντονα αντιπαθής: Tο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού.
αποκρουστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀποκρουστικός `ικανός να αποκρούσει΄ σημδ. γαλλ. répulsif]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρουστικός, -ή, -ό [apokrustikós] (L)
- repulsive, repelling, disgusting, unattractive, loathsome, repugnant (syn απεχθής, αποτρόπαιος, σιχαμερός, ant ελκυστικός):
- αποκρουστική δυσοσμία, μοίρα, φυσιογνωμία |
- αποκρουστικό έγκλημα, θέαμα, σκάνδαλο |
- δεν υπήρχε το ψυχρό και αποκρουστικό προσωπείο του θανάτου (Panagiotop) |
- θεώρησε μισητά ανήθικη κι αποκρουστική την κάθε λογής διαφήμιση (Papatsonis) |
- όποιος σκύβει σ' αυτή την άβυσσο, αντικρύζει τούτη την αποκρουστική αλήθεια (Terzakis)
[fr postmed, MG αποκρουστικός ← PatrG, K]
- repulsive, repelling, disgusting, unattractive, loathsome, repugnant (syn απεχθής, αποτρόπαιος, σιχαμερός, ant ελκυστικός):