Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκριάτικος -η -ο [apokriátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την αποκριά: ~ χορός. Aποκριάτικα τραγούδια / έθιμα. || (ως ουσ.) τα αποκριάτικα, τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες, καρναβαλίστικα.
αποκριάτικα ΕΠIΡΡ α. (χρον.) κατά το χρονικό διάστημα της αποκριάς. β. (τροπ.) με τρόπο που ταιριάζει στην αποκριά. [Aποκρ(ιά) -ιάτικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκριάτικος, -η, -ο [apokriátikos] (sp. also αποκρηάτικος)
- of or related to Carnival or its festivities, carnivalesque, carnival (syn καρναβαλίστικος)
:- :
- ~ θόρυβος, οίστρος, στολισμός, χορός |
- αποκριάτικο γλέντι, νούμερο, σκετς, φουστάνι |
- αποκριάτικο άρμα Carnival float |
- αγάπησαν έξαφνα το θόρυβον εκείνο τον αποκριάτικο (Palam) |
- ένα βράδυ αποκριάτικο αργοπορήσανε σε μια ταβέρνα (Moatsou) |
- ακόμα και αποκριάτικα ξεφαντώματα οργανώθηκαν στις αίθουσες του αρχαίου κτιρίου (Charis)
[der of αποκριά]
- of or related to Carnival or its festivities, carnivalesque, carnival (syn καρναβαλίστικος)