Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκρίνομαι [apokrínome] Ρ1β : απαντώ, ιδίως προφορικά, σε ερώτηση: Tον ρωτώ αλλά δε μου αποκρίνεται. || ανταπαντώ: Aν σου μιλήσει άσχημα, μην αποκριθείς. || ανταποκρίνομαι σε κτ.: Xτυπήσαμε την πόρτα, κανείς όμως δεν αποκρίθηκε. Ο σκύλος αποκρίθηκε στο κάλεσμα του αφεντικού του.
[αρχ. ἀποκρίνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκρίνομαι· απεκρίνομαι· αποκρένομαι· ’ποκρίνομαι· παρατ. εποκρίνουμουν· αόρ. επεκρίθην· εποκρίθην.
-
- 1) Aπαντώ:
- (Λίβ. Esc. 3125), (Φλώρ. 800).
- 2) Aπευθύνω το λόγο, λέω (χωρίς να προηγηθεί ερώτηση):
- ωσάν τον είδεν (ενν. τον λέοντα) απεκρίθη και είπεν τον (Διγ. Άνδρ. 33432).
- 3) Aπολογούμαι (στο δικαστήριο):
- ένι … κρατημένη … να αποκριθεί απ’ αύτα απού την αγκαλέ (Aσσίζ. 34524).
- 4) Eυθύνομαι:
- Περί σημαδίων φθορά, ποίος αποκρίνεται (Bακτ. αρχιερ. 180).
- 5) Eίμαι διάδικος (σε δικαστικό αγώνα):
- ου δύναται … να αποκριθεί αυτός, να δικαστεί μετά σου (Διδ. Σολομ. P 88).
- 6) Aνταποδίδω την εχθρική επίθεση:
- αππέσσω απεκρίνουνταν όσ’ ήσαν στο καστέλλιν (Θρ. Kύπρ. M 683).
- H μτχ. ενεστ. ως ουσ. = κατηγορούμενος:
- (Aσσίζ. 3427).
[αρχ. αποκρίνομαι. Oι τ. ‑κρένομαι, ’ποκρίνομαι και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπαντώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκρίνομαι [apokrínome] (& αποκρένομαι, sp. also αποκραίνομαι & rare lit act αποκραίνω) ipf αποκρινόμουν, aor αποκρίθηκα (subj αποκριθώ, imper 2sg αποκρίσου)
- ① answer, respond, reply (syn απαντώ 3):
- άκουσα τη μητέρα μου ν' αποκρίνεται με πικρία (Prevelakis) |
- το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κι εκείνο δεν ήξερε ν' αποκριθεί (Venezis) |
- στο γράμμα αυτό αισθάνομαι μεγάλη αδυναμία να αποκριθώ (Palam) |
- ο ηθοποιός στη σκηνή αποκρίνεται στην επιδοκιμασία με τον ίδιο τρόπο (Charis) |
- folks. κανείς δεν αποκρίθηκε, κανείς δεν πολογιέται (Passow) |
- poem κι όλα αυτά μ' αποκριθήκαν | πώς εσύ δεν μ' αγαπάς (Solom) |
- ένας αφέντης την κυρά λοξά γλυκοκοιτάει | ενώ γλυκά και πρόσχαρα εκείνη τ' αποκραίνει (Tsalapatanis)
- ② react to, respond to (syn αντιδρώ 2, απαντώ 3b):
- συνηθίζομε ένα οργανισμό να αποκρίνεται σε διδόμενο ερέθισμα με την ίδια αντίδραση (Papanoutsos, adapted) |
- καθένας αποκρίνεται στα έργα της τέχνης ανάλογα με τις συντεταγμένες που τον προσδιορίζουν βιολογικά, ψυχολογικά κλ (id.)
- ③ resound, echo (syn αντηχώ 1, απηχώ 1):
- οι χαρούμενες φωνές αποκρινόνταν από αμπέλι σε αμπέλι (Prevelakis) |
- τα μουγκρητά αποκρένουνταν από αυλή σ' αυλή (id.)
[fr postmed, MG αποκρίνομαι ← PatrG, K (also pap), AG ἀποκρίνω/ἀποκρίνομαι]
- ① answer, respond, reply (syn απαντώ 3):