Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκουτιαίνω [apokutjéno] (& αποκουταίνω) aor αποκούτιανα, mi αποκουτιαίνομαι & αποκουταίνομαι, aor αποκουτιάθηκα & αποκουτάθηκα
- ① trans stupefy (syn αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω):
- τον αποκούτιανε η γυναίκα του |
- η θύμηση (είναι) το σαράκι που νταντεύει την καρδιά, ώσπου την αποκουτιαίνει (Apostolidis)
- ② intr & mi αποκουτιαίνομαι (& αποκουταίνομαι) become stupid or dull (syn αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω):
- αποκούτιανε από τα γεράματα |
- γέρασες μου φαίνεται κι αποκουτάθηκες και του λόγου σου (Kovvatzis)
[cpd w. κουτιαίνω]
- ① trans stupefy (syn αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω):