Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκοτώ [apokotó] & -άω Ρ10.1α : (λογοτ., λαϊκότρ.) κάνω αποκοτιά, αποτολμώ.
[μσν. αποκοτώ < απόκοτ(ος) -ώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκοτώ· παρατ. εποκότουν ‑ούσα· αόρ. εποκότησα.
-
- 1) Tολμώ:
- (Πιστ. βοσκ. II 2, 214).
- 2) Aποτολμώ, επιχειρώ:
- Aποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει (Eρωτόκρ. Γ´ 915).
[<επίθ. απόκοτος ή <πρόθ. από + κοτώ (βλ. λ.). Πβ. μτγν. επικοτέω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Tολμώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκοτώ [apokotó] 3sg αποκοτάει & αποκοτά, ipf αποκοτούσα, aor αποκότησα
- dare, risk, venture (syn αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω):
- τότε και γω αποκότησα και τη φίλησα για πρώτη φορά (Kondylakis) |
- πριν ακόμα νυχτώσει, κανένα θηλυκό, δεν αποκοτάει να ξεμυτίσει (Petsalis) |
- κάτεχε ποιο ήτανε το χρέος της μα δεν τ' αποκοτούσε από φόβο του κύρη της (Vlami) |
- folks. κανείς δεν αποκότησε να πάει να το ξυπνήσει (Theros) |
- poem που για χατίρι μου αποκότησες ..| όξω να βγεις την ώρα που όλοι τους απόμειναν στο κάστρο (Homer Il 22.236 Kaz-Kakr)
[fr postmed, MG αποκοτώ, der of απόκοτος]
- dare, risk, venture (syn αποτολμώ, ριψοκινδυνεύω):