Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκορύφωμα το [apokorífoma] Ο49 : 1.ο ανώτατος βαθμός, το ανώτατο όριο ή σημείο μιας κατάστασης ή μιας ιδιότητας: Tο ~ της βλακείας / της θρασύτητας. H αγωνία / η ένταση έφτασε στο ~. 2. αποκορύφωση.
[λόγ. αποκορυφω- (δες αποκορυφώνω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκορύφωμα [apokorífoma] το,
- high(est) point, highest degree, height, climax, peak, zenith (syn αποκόρυφο, αποκορύφωση, near-syn κολοφώνας):
- phr αυτό είναι το ~ it's the climaxing stroke, that tops the bill, that's the last straw, that beats everything |
- το ~ της χαράς in high glee |
- στο ~ της συμπλοκής in the thick, or at the hottest, of the fray |
- το ~ της αναίδειας the height of impudence (syn phr το άκρο άωτο) |
- το ~ της τρέλλας the crowning folly, the height of folly |
- το ~ του δράματος the climax of the drama |
- το ~ της δυστυχίας the lowest depths of misfortune |
- το ~ της επιτυχίας the copestone of success |
- το ~ της πολιτικής βίας ήταν η έκρηξη της βόμβας στα γραφεία του κόμματος |
- η επικείμενη περιοδεία του πρωθυπουργού περιγράφεται ως το ~ του ανοίγματος της χώρας προς τους ανατολικούς γείτονές της |
- ένα τροπάριο που αποτελεί το ~ της μισαλλοδοξίας (Papatsonis) |
- εμείς θα έχουμε στήσει ένα μεγάλο συμπόσιο και στο αποκορύφωμά του θ' αρχίσουμε ν' αυτοκτονούμε (Roussos) |
- βρισκότανε στο ~ της σταδιοδρομίας του, είχε θέση επίσημη (Melas) |
- η αριστοκρατία βρισκότανε στο ~ της ακμής της (Fleris) |
- στο ~ της δύναμης και της δόξας του στήνει στην αγορά το ανίκητο κοντάρι του (Kakridis) |
- έτσι φτάνουμε ομαλά, στα "Δεκατρία Xρόνια" που τελειώνουν - ~ του δράματος και κάθαρση - με την Mικρασιατική Kαταστροφή (Petsalis) |
- η απέραντη, διάφανη και πάμφωτη ηρεμία του είναι σαν την ηρεμία ενός πνεύματος που έφθασε στο αποκορύφωμά του (Ouranis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκορύφωμα, cpd w. κορύφωμα]
- high(est) point, highest degree, height, climax, peak, zenith (syn αποκόρυφο, αποκορύφωση, near-syn κολοφώνας):