Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκορυφώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκορυφώνω [apokorifóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : οδηγώ κτ. στο ανώτατο όριο ή σημείο, στο έπακρο: H ένταση / η αγωνία αποκορυφώνεται. Aποκορυφώθηκε η λαϊκή αγανάκτηση εξαιτίας των νέων φόρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκορυφ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `καταλήγω σε κορυφή΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκορυφώνω [apokorifóno] ipf αποκορύφωνα, aor αποκορύφωσα (subj αποκορυφώσω), mi αποκορυφώνομαι, ipf αποκορυφωνόμουν, aor αποκορυφώθηκα (subj αποκορυφωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκορυφωθεί (L)
  • ① bring to a peak, bring to a climax, rouse to a high pitch (syn κορυφώνω):
    • τον αγώνα τούτο ο Σωκράτης τον εσωτερικεύει και τον αποκορυφώνει στο διάλογο (Theodorakop) |
    • η Aθήνα του δεκάτου ένατου αιώνα αποκορυφώνει την κριτική της δραστηριότητα σε τρεις αντίζυγες παρουσίες (Panagiotop) |
    • "ο θάνατος του Aγίου Φραγκίσκου", ένα από τα έργα όπου αποκορύφωσε το δραματικό χαρακτήρα και την αρχιτεκτονική αρμονία (Papantoniou) |
    • τη διάλυση και τη σύγχυση τις αποκορύφωνε η κατάσταση που επικρατούσε στο δρόμο (Terzakis)
  • ② mi αποκορυφώνομαι rise to, or end at a point:
    • όλες οι πέτρες αποκορυφώνονται σε μια μυτερή αιχμή (Kazantz) |
    • σηκώνεται το έδαφος της Kίνας κι αποκορυφώνεται στο Θιβέτ (id.)
  • ⓐ reach a peak, be at one's highest point, culminate, climax (syn κορυφώνομαι):
    • η ανησυχία, η ένταση, η συγκίνηση αποκορυφώνεται |
    • η περιέργειά του είχε αποκορυφωθεί |
    • η εργασία του αυτή αποκορυφώνεται στην εξαίρετη μετάφραση των ιταλικών σονέτων του Σολωμού (Melas) |
    • στην αυτάρκεια της πόλης αποκορυφώνεται η δύναμή της (Kakridis) |
    • το ανώτατο σημείο, όπου αποκορυφώνεται η δραματικότητα, είναι η στιγμή της θανατικής καταδίκης (Papatsonis) |
    • άφησα τελευταίο το έργο τούτο, όπου αποκορυφώνεται η χρήση της αλληγορικής μεθόδου (Tatakis) |
    • έζησε την εποχή όπου αποκορυφώθηκε το πνεύμα του δυτικού καθολικισμού (Theodorakop)

[fr kath αποκορυφώ (-όω) ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες