Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκομίζω [apokomízo] Ρ2.1α : (λόγ.) 1. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας, αποχωρώντας). || (κυρ. μτφ.): Aποκομίσαμε άριστες εντυπώσεις από την επίσκεψή μας στις εγκαταστάσεις του νέου σταδίου. 2. (μτφ.) αποκτώ, πορίζομαι: ~ οφέλη / πλεονεκτήματα. H επιχείρηση αποκομίζει μεγάλα κέρδη από την αύξηση των πωλήσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀποκομίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκομίζω [apokomízo] ipf αποκόμιζα (& απεκόμιζα), aor αποκόμισα (& απεκόμισα, subj αποκομίσω), pf & plupf έχω-είχα αποκομίσει, pass αποκομίζομαι, pf & plupf έχω-είχα αποκομισθεί (L)
- ① carry away, remove (near-syn μεταφέρω):
- η λεία που απεκόμισαν οι ληστές ξεπέρασε τις 3000 δολλάρια |
- αποκόμισα το γράμμα και δεν το άγγισα παρά στο απόκεντρο κάθισμα του περιβολιού (Palam) |
- κάποιος νυκτερινός επισκέπτης αποκόμιζε τα έγγραφα σε κάποιο άλλο διαμέρισμα (Christidis) |
- (στην περιοχή αυτή) τα επάνω χώματα είχαν αποκομισθεί σε χωματουργικές εργασίες (NPlaton)
- ② come away w., take away, gain, get:
- ~ αναμνήσεις, εμπειρίες, εντυπώσεις από κ. |
- ~ απογοήτευση, εγκώμια, ευχαρίστηση, λύπη |
- ~ διδάγματα, πληροφορίες, σοφία, στοιχεία, συμπέρασμα |
- τι αποκομίσατε από τις συνομιλίες σας με αντιπροσώπους των άλλων χωρών; |
- πέφτουν σε προχειρότητες, φθείρονται και το μόνο που αποκομίζουν είναι η εύκολη φήμη |
- από το λογοτεχνικό του έργο δε θα αποκομίσει παρά την αναγνώριση μερικών φίλων (Tsatsos) |
- από διαφορετικά αισθητήρια μια και μόνη γνώση αποκομίζεται (Tatakis)
- ⓐ reap, obtain, gain, secure (near-syn κερδίζω):
- ~ κέρδη, οφέλη |
- η κοινωνία αποκομίζει πλεονεκτήματα από την ελευθερία του τύπου |
- ταλαιπωρήθηκε στα νιάτα του, για ν' αποκομίσει ένα μισθό απαθλιώσεως (Palaiologos)
[fr kath αποκομίζω ← PatrG, K (also pa), AG]
- ① carry away, remove (near-syn μεταφέρω):