Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκοιμισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκοιμισμένος, -η, -ο [apocimizménos]
  • ① asleep, sleeping (syn κοιμισμένος):
    • ο σκοπός θα ήταν ακίνητος, ίσως ~ (AVlachos) |
    • τις νύχτες, αν ήταν ~, έφερνε ασυναίσθητα τα χέρια πλάι του (Venezis) |
    • poem σε βλέπουν και μένεις σιμά | της όμορφης βασίλισσας της αποκοιμισμένης (Solom) |
    • ακίνητο κείτεται, σεμνό | σαν αποκοιμισμένο· | μέσ' σε έναν ύπνο αξύπνητο (Themelis)
  • ② fig dormant, inactive, sluggish, torpid (syn κοιμισμένος, near-syn αποκαρωμένος2 2):
    • ~πόθος, αποκοιμισμένο μυαλό |
    • έτσι ξετυλίχτηκε ο άεργος αδερφός, ο τεμπέλης, με την αποκοιμισμένη συνείδηση (Xenop) |
    • ξεκίνησε μέσα από το σπίτι του Δραγούμη, για να ξυπνήσει τον αποκοιμισμένο ελληνισμό (Melas) |
    • poem .. γλυκά χεράκια της στοργής, | σταθήτε στη λαχτάρα μου την αποκοιμισμένη (Panagiotop)

[ppp of αποκοιμίζω or cpd w. κοιμισμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες