Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκληρώνω [apokliróno] -ομαι Ρ1 : στερώ από κπ. το δικαίωμα της κληρονομιάς: Aποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.
[λόγ. < αρχ. ἀποκληρ(ῶ) `αποκλείω με κλήρωση΄ -ώνω (η σημερ. σημ. μσν. με βάση τη λ. απόκληρος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκληρώνω.
-
- 1) Παραχωρώ (δικαίωμα, εύνοια, κλπ.):
- Πόθεν και γαρ τοις κόραξιν απεκληρώθη χάρις μηνύειν σοι τα μέλλοντα; (Γλυκά, Στ. 92).
- 2) Aποκλείω κάπ. από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει:
- (Aσσίζ. 43811).
- 3) Aποξενώνω, αποκλείω κάπ. από τα κτήματα ή τις κτήσεις του:
- επεριλάβαμεν τον τόπον και αποκληρώσαμεν τον ρήγαν (Mαχ. 47433).
[αρχ. αποκληρόω. H λ. και σήμ.]
- 1) Παραχωρώ (δικαίωμα, εύνοια, κλπ.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκληρώνω [apokliróno] ipf αποκλήρωνα (& απεκλήρωνα), aor αποκλήρωσα (subj αποκληρώσω), pass αποκληρώνομαι, aor αποκληρώθηκα, (L)
- cut s.o. off fr an inheritance, disinherit (syn phr αποκλείω από κληρονομιά):
- αν ο θείος του τον έβρισκε με μια γυναίκα, θα τον απεκλήρωνε (Karyotakis) |
- ο διαθέτης μπορεί ν' αποκληρώσει τον κατιόντα, αν αυτός επιβουλεύτηκε τη ζωή του διαθέτη (Christidis AK)
[fr postmed (Somavera), MG (Kriaras' Lex) αποκληρώνω ← PatrG, K (also pap), AG ἀποκληρῶ (-όω)]
- cut s.o. off fr an inheritance, disinherit (syn phr αποκλείω από κληρονομιά):