Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλειστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκλειστικός -ή -ό [apoklistikós] Ε1 : που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα είτε σε μια ομάδα προσώπων ή πραγμάτων αποκλείοντας κάθε άλλο: Aποκλειστική πώληση / διάθεση / εκμετάλλευση / αντιπροσωπεία. Aποκλειστικοί εισαγωγείς / εξαγωγείς. Έχει ένα αεροπλάνο στην αποκλειστική του διάθεση. Tο ζήτημα αυτό είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ο ηθοποιός παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη σε πρωινή εφημερίδα. Aποκλειστική νοσοκόμα και ως ουσ. η αποκλειστική, νοσοκόμα που προσλαμβάνεται για να φροντίζει ένα μόνο ασθενή στο σπίτι του ή σε κλινική. αποκλειστικά ΕΠIΡΡ μόνο: Tα κίνητρά του είναι ~ οικονομικής φύσης. Οι ευθύνες ανήκουν ~ σ΄ εσένα. Tο λάθος οφείλεται ~ στην απροσεξία σου και στην αμέλειά σου.

[λόγ. αποκλεισ- (αποκλείω) -τικός μτφρδ. γαλλ. exclusif]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλειστικός, -ή, -ό [apoklistikós] (L)
  • ① excluding others, exclusive:
    • logic etc αποκλειστική διάζευξη exclusive disjunction |
    • ο αληθινός έρωτας είναι πάντα ~(Athanasiadis-N, adapted) |
    • οι γνωριμίες του με τους φιλολογικούς κύκλους έγιναν αποκλειστικότερες (Peranthis)
  • ⓐ exclusive, particular, selective (near-syn εκλεκτικός):
    • ο Z. είναι ~ στις συντροφιές του (Stratou) |
    • άλλοι γίνονται αποκλειστικοί στα διαβάσματά τους (Charis)
  • ⓑ strict, uncompromising, inflexible (near-syn απόλυτος 5):
    • ~ ορθολογισμός |
    • αποκλειστικό πατριωτικό ιδανικό |
    • ο δημοτικισμός δεν είναι αποκλειστικό λογικό κατασκεύασμα (Palam) |
    • η φωνή της πήρε ένα τόνο επίσημο κι αποκλειστικό (TAthanasiadis) |
    • στο ζήτημα του γάμου, η στάση της ομογένειας είναι αποκλειστική, αποδοκιμάζει τους μικτούς γάμους (Theotokas)
  • ② exclusive, sole (near-syn μοναδικός):
    • ~ σκοπός, αποκλειστική απασχόληση |
    • ~ αντιπρόσωπος sole agent, exclusive agent |
    • η δημοτική είναι η αποκλειστική σχολική γλώσσα |
    • οι οικονομικές σχέσεις δεν έχουν αποκλειστική επίδραση, αλλ' επικρατέστερη, κανονίζοντας την πρόοδο της ιστορίας (Evelpidis, adapted)
  • ⓒ of restricted or single possession (participation etc), exclusive:
    • αποκλειστικό προνόμιο |
    • ρούχα καλοραμμένα σε αποκλειστικά σχέδια |
    • αποκλειστική συνέντευξη exclusive interview |
    • αποκλειστικό ρεπορτάζ exclusive report |
    • η ερμηνεία των έργων των κλασικών συγγραφέων δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικό έργο φιλολόγων (Tzartzanos) |
    • η ανάπτυξη θα μείνει στην αποκλειστική δικαιοδοσία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (Zachareas) |
    • η απόλυτη ομορφιά είναι αποκλειστικό πεδίο της φιλοσοφίας (Dizikirikis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποκλειστικός, der of postmed αποκλειστής or K ἀπόκλειστος; cf Fr exclusif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες