Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλειστικά [apoklistiká] adv (L)
- exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικώς, near-syn μόνο):
- ~ και μόνο |
- ~ ατομικό, επιστημονικό στοιχείο |
- είναι ~ θεατρογράφος, ποιητής |
- ασχολείται ~ με τον κινηματογράφο, τη μελέτη |
- το συμβούλιο θα είναι υπεύθυνο απέναντι του κυβερνήτη ~ (Christidis) |
- τα κράτη ενεργούν ~ με οικονομικά ελατήρια (Theotokas) |
- ο ηθικός πόνος είναι προνόμιο ~ του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- η βυζαντινή σκέψη στρέφεται αποκλειστικότερα σε θεολογικά ζητήματα (Tatakis)
[der of αποκλειστικός]
- exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικώς, near-syn μόνο):