Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλειστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλειστικά [apoklistiká] adv (L)
  • exclusively, solely, strictly (syn αποκλειστικώς, near-syn μόνο):
    • ~ και μόνο |
    • ~ ατομικό, επιστημονικό στοιχείο |
    • είναι ~ θεατρογράφος, ποιητής |
    • ασχολείται ~ με τον κινηματογράφο, τη μελέτη |
    • το συμβούλιο θα είναι υπεύθυνο απέναντι του κυβερνήτη ~ (Christidis) |
    • τα κράτη ενεργούν ~ με οικονομικά ελατήρια (Theotokas) |
    • ο ηθικός πόνος είναι προνόμιο ~ του ανθρώπου (Papanoutsos) |
    • η βυζαντινή σκέψη στρέφεται αποκλειστικότερα σε θεολογικά ζητήματα (Tatakis)

[der of αποκλειστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες