Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκλεισμός ο [apoklizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκλείω. 1α. αδυναμία ή απαγόρευση εισόδου, εξόδου ή διέλευσης: ~ πολλών ορεινών περιοχών εξαιτίας των χιονοπτώσεων. β. (νομ.) η παρεμπόδιση, η διακοπή των θαλάσσιων συγκοινωνιών ή άλλου είδους επικοινωνίας ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε καιρό πολέμου ή ειρήνης· (πρβ. εμπάργκο): Nαυτικός ~. Οι μεγάλες δυνάμεις εφάρμοσαν πολλές φορές κατά της Ελλάδας την τακτική του αποκλεισμού. || Tην περίοδο του αποκλεισμού έπεσε μεγάλη πείνα. || (οικον.) Εμπορικός ~, η άρνηση κράτους ή κρατών να εισάγουν, να εξάγουν ή να καταναλώνουν εμπορικά προϊόντα τρίτης χώρας· μποϊκοτάζ. || ~ εργατών, η ανταπεργία, το λοκ άουτ. 2α. η μη συμμετοχή κάποιου σε κτ., το να μη συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αυτών που συμμετέχουν: Ο ~ ορισμένων ηγετικών στελεχών του κόμματος από την κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση των πρώτων διαφωνιών στα συλλογικά όργανα του κόμματος. Ο ~ της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από το παγκόσμιο κύπελλο γέμισε με απογοήτευση τους φιλάθλους. β. (λογ.) Aρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου, η αρχή σύμφωνα με την οποία από δύο αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις αληθεύει πάντα η μία, ενώ αποκλείεται κάθε τρίτη εκδοχή ή μέση λύση.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκλεισμός (1β: σημδ. ιταλ. blocco)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκλεισμός ο.
-
- Πολιορκία:
- μηνύων τον αποκλεισμόν και την στενοχωρίαν της πόλεως (Δούκ. 7917).
[μτγν. ουσ. αποκλεισμός. H λ. και σήμ.]
- Πολιορκία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλεισμός [apoklizmós] ο, (L)
- ① exclusion, elimination:
- πρωτάθλημα με σύστημα διπλού αποκλεισμού |
- logic etc η αρχή του αποκλεισμού του μέσου (or τρίτου) the law of the excluded middle (syn απόκλειση) |
- τα αρνητικά συμπεράσματα με τον αποκλεισμό προπαρασκευάζουν τα καταφατικά (Tatakis) |
- είναι μάταιο να επιμένουμε στον αποκλεισμό της μιας και την επικράτηση της άλλης μεθόδου (Geros)
- ⓐ disqualification, debarment, expulsion:
- ~ υποψηφίου από τις εξετάσεις (syn απαγόρευση συμμετοχής) |
- ο ~ και η απόλυση των δικαστών έγιναν υπό τα χειροκροτήματα του δημοκρατικού κόσμου (Kasimatis) |
- επλήρωσε το αστείο αυτό με πλήρη αποκλεισμό του από την αθλητική ομοσπονδία (Chatzinikou)
- ⓑ expulsion, excommunication (near-syn αφορισμός):
- έκαναν στο Σπινόζα κλασικό αποκλεισμό και κατάρα (Lambridi)
- ⓒ exclusion, refusal, rejection:
- ~ προσφύγων από τα σπίτια τους |
- προτείνει ο ~ της ένωσης να γίνει με πρωτοβουλία της κυπριακής κυβέρνησης (Christidis)
- ② cutting off, isolation:
- ~ του δρόμου από τα χιόνια |
- προβλέπει επίθεση με σκοπό τον αποκλεισμό από βοριά της Mοράβας (Terzakis)
- ⓓ isolation, seclusion (near-syn απομόνωση):
- σε είδα έξαφνα μπροστά μου, ύστερ' από τόσο καιρό αποκλεισμού (Palam) |
- poem η εξωτική παρέλαση τοπίων κ' οικοδομών | στ' αποκλεισμού σου δε θα μπει τους μουχλιασμένους τοίχους (Ritsos)
- ③ blockade, siege (syn μπλόκο):
- θαλάσσιος, οικονομικός ~ |
- ηπειρωτικός ~ land blockade |
- διασπώ τον αποκλεισμό run the blockade |
- αίρω τον αποκλεισμό lift the blockade |
- η Πόλη τη χρονιά κείνη λίμαζε απ' τον αποκλεισμό (Oikonomidis) |
- άνοιξε μικρομπακάλικο κ' έκανε τα λεπτά του στον αποκλεισμό (KPolitis)
- ⓔ restriction on, or stoppage of, supply, embargo (syn εμπάργκο):
- το κογκρέσο επέβαλε τον αποκλεισμό της στρατιωτικής βοήθειας σ' αυτή τη χώρα |
- ο ~ της κνίσας θα εκβιάσει τους θεούς να παραχωρήσουν την εξουσία στα πουλιά (FKakridis)
[fr kath αποκλεισμός ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K]
- ① exclusion, elimination: