Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλεισμένος, -η, -ο [apoklizménos] (L)
- ① blocked up, cut off, secluded, isolated (near-syn αποκομμένος 2b):
- αποκλεισμένες ορεινές περιοχές |
- ~ από τη ζωή, από τον κόσμο |
- κάτοικοι αποκλεισμένοι από τις πλημμύρες |
- δεκάδες χωριά παραμένουν αποκλεισμένα |
- λιμάνι αποκλεισμένο από τους πάγους icebound harbor |
- αυτά τα εφτά μερόνυχτα το τάγμα τα έζησε αποκλεισμένο μέσα στο χιόνι (ChZalokostas) |
- μέσα σ' εκείνη την κακοκαιρία απόμειναν οι δυο τους αποκλεισμένοι (Petsalis) |
- οι Kύκλωπες παρουσιάζονται αποκλεισμένοι στην ακτή τους, γιατί δεν ξέρουν την τέχνη να φτιάχνουν καράβια (Maronitis)
- ⓐ blockaded, besieged:
- στην ιδεολογική σύγκρουση έρχεται να προστεθεί στην αποκλεισμένη Aθήνα και η οικονομική ένδεια (FKakridis) |
- folks. όλα τα δώδεκα νησιά στέκουν αναπαμένα | κ' η Πάρος η βαριόμοιρη στέκεται αποκλεισμένη (DPetrop)
- ② shut off, closed up, concealed:
- ο κριτικός δεν διατηρεί καμιά αμφιβολία ότι έφθασε στα αποκλεισμένα άδυτα του λαβύρινθου (Thrylos) |
- poem .. ποιος θα τολμήσει να μιλήσει | με τα πρόσωπα που ζούνε αποκλεισμένα | πίσω από χιλιάδες πόρτες κλ (NValaoritis)
[fr postmed, MG αποκλεισμένος, ppp of αποκλείω]
- ① blocked up, cut off, secluded, isolated (near-syn αποκομμένος 2b):