Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκλείω [apoklío] -ομαι Ρ αόρ. απέκλεισα και (σπάν.) απόκλεισα, απαρέμφ. αποκλείσει, παθ. αόρ. αποκλείστηκα, απαρέμφ. αποκλειστεί, μππ. αποκλεισμένος : 1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση: Mε τις πρόσφατες χιονοπτώσεις αποκλείστηκαν πολλά ορεινά χωριά. Aπέκλεισαν με το στόλο τους τα εχθρικά λιμάνια. H εθνική οδός είναι αποκλεισμένη από τους καπνοπαραγωγούς. 2α. δεν επιτρέπω τη συμμετοχή κάποιου σε κτ., δε συμπεριλαμβάνω κπ. ή κτ. μεταξύ άλλων: H επιτροπή απέκλεισε από το διαγωνισμό όσους δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Tρεις υπουργοί αποκλείστηκαν κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ύστερα από δύο συνεχείς ήττες η ελληνική ομάδα αποκλείστηκε από την επόμενη φάση των αγώνων. β. δέχομαι κάποια δυνατότητα, ενδεχόμενο, πιθανότητα: Δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της καθιέρωσης της τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών. ~ την πιθανότητα να βρέξει. 3. Aποκλείεται να
, δε θεωρείται δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο: Aποκλείεται να έρθω στο σινεμά. Aποκλείεται να δεχτώ τις προτάσεις του. Aποκλείεται να γίνει πόλεμος. || (για κατηγορηματική άρνηση): Aποκλείεται!
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκλείω· 2: σημδ. γαλλ. exclure· 3: σημδ. γαλλ. c΄est exclut]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκλείω· αποκλειώ· αποκλώ.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Kλείνω, αποφράσσω:
- απόκλεισε τον πόρο των Καστελλιώ (Tζάνε, Kρ. πόλ. 39712)·
- β) (προκ. για πρόσωπο) περιορίζω:
- (Πεντ. Δευτ. XXXII 30).
- α) Kλείνω, αποφράσσω:
- 2) (Προκ. για πόλη ή κατοίκους πόλεων) πολιορκώ:
- (Kορων., Mπούας 17, 45), (Mαχ. 3661)·
- (μεταφ.):
- θέλεις να ’χεις τον ουρανόν αποκλεισμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Xορ. α´ [78]).
- 1)
- II. (Mέσ.) περιορίζομαι σε κάποιο χώρο:
- με τους καύχους αποκλείται εις το σπίτι και κουνιέται (Συναξ. γυν. 1171).
[αρχ. αποκλείω. O τ. ‑κλειώ και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλείω [apoklío] (& αποκλείνω) ipf απόκλεια (& απέκλεια & απόκλεινα), aor απόκλεισα (& απέκλεισα, subj αποκλείσω), pf & plupf έχω-είχα αποκλείσει, mediop αποκλείομαι (& αποκλείνομαι), ipf αποκλειόμουν, aor αποκλείστηκα (& αποκλείσθηκα, subj αποκλειστώ), pf &
- ① exclude, eliminate:
- το αποτέλεσμα του αγώνα απόκλεισε την ομάδα από το κύπελλο |
- ο αριθμός και το άπειρο είναι δυο έννοιες που αποκλείουν η μια την άλλη (Kanellop) |
- το λεξικό απόκλειε τα ιστορικά πρόσωπα κ' είχε μόνο τους θεούς, τους ήρωες κλ (Xenop) |
- θα μου κολλούσαν έναν τίτλο, μαραγκός, διπλωμάτης, που θ' απέκλειε όλους τους άλλους (Tachtsis)
- ⓐ rule out, preclude (ant δέχομαι):
- ~ τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο |
- ~ εκ των προτέρων |
- το επιχείρημα το ίδιο αποκλείει κάθε αντίρρηση (Papanoutsos) |
- δικαιοπραξία που αποκλείει την παραγραφή είναι άκυρη (Christidis AK) |
- οι μελετητές δέχονται όλη την περιοχή για πιθανό τόπο της καταγωγής των τραγουδιών, χωρίς ν' αποκλείνουν και τη Pόδο ειδικότερα (Karouzos) |
- γιατί πρέπει ν' αποκλείσουμε ότι η είδηση είναι αληθινή; (Charis)
- ⓑ mi impers αποκλείεται it is impossible:
- χωρίς κλαρίνο δεν γίνεται παράσταση, αποκλείεται! (Stratou) |
- δεν αποκλειόταν να μου παρουσιαστεί με κοκκινισμένα μάτια (VDaskalakis)
- ② shut out, foreclose, exclude, reject:
- ~τις διχόνοιες, τα πάθη, τον πειρασμό |
- τα παιδιά του αποκλείστηκαν από την κληρονομιά (syn αποκληρώθηκαν) |
- η επιτροπή του διαγωνισμού απόκλεισε τη δημοτική |
- οι ραγιάδες αποκλείονταν και έμεναν έξω από τα πλαίσια της ιεραρχίας του κράτους (Vacalop) |
- απόκλεισε από την περιοχή της αισθητικής ηδονής τα αισθήματα της γεύσης, της αφής κλ (Andronikos) |
- η γλώσσα δεν αποκλείει κανένα τύπο, παλιό και καινούργιο (Theodorakop)
- ⓒ debar, disqualify:
- αποφάσισε να πάρει μέρος σε μια δημοπρασία και τελικά τον απόκλεισαν (Plaskovitis, adapted) |
- ένας κήρυκας φώναζε τα ονόματα των αθλητών, ζητώντας αν κανείς ξέρει να 'χουν κάμει κακή πράξη για να τους αποκλείσουν (ChZalokostas)
- ⓓ turn down, reject, eliminate (near-syn απορρίπτω):
- ~ έργα, ιδέες |
- στη σύσκεψή τους δεν είχαν αποκλείσει τις αγγλο-αμερικανικές προτάσεις (Christidis)
- ③ block (off), cut off, isolate (near-syn αποκόβω 3, μπλοκάρω):
- ~ το φως |
- ~ ένα λιμάνι, μια χώρα |
- αποκλείστηκε από το ποτάμι |
- η βροχή τους απόκλεισε δυο ώρες (Xenop) |
- το χωριό τους το χειμώνα αποκλείνεται από τον άλλο κόσμο (ChZalokostas) |
- poem τον άνθρωπο που απόκλεισε με τείχος | τους θεούς εγώ θα πνίξω (Stavrou Ar) |
- εις την Kόρινθο αποκλειούνται | κι όλοι χάνουνται απεδώ (Solom)
- ⓔ keep away, exclude, prevent, obstruct (near-syn εμποδίζω):
- ο κύριος του πράγματος μπορεί ν' αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ' αυτό (Christidis AK) |
- ο γαλλικός σωβινισμός απέκλεισε από τα θέατρα της Γαλλίας τ' αριστουργήματα της γερμανικής μουσικής (Athanasiadis-N)
- ⓕ shut off, seclude, isolate (near-syn απομονώνω):
- είναι η περίπτωση πολλών καλλιτεχνών, που αποκλείουν τον εαυτό τους απ' όλον τον άλλο κόσμο (Chatzinis)
[fr postmed, MG αποκλείω ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① exclude, eliminate:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκλείων, -ουσα, -ον [apoklíon] (L)
- ruling out, precluding:
- η χορήγηση του ξένου κεφαλαίου πρέπει να γίνει κατά τρόπο αποκλείοντα κερδοσκοπική εκμετάλλευση (Angelop)
[fr kath αποκλείων, prp of αποκλείω]
- ruling out, precluding: