Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλίνω
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκλίνω [apoklíno] Ρ πρτ. και αόρ. απέκλινα και (σπάν.) απόκλινα, απαρέμφ. αποκλίνει : 1.έχω, παίρνω πλάγια κατεύθυνση (σε σχέση με την αρχικά σχεδιασμένη): Tο πλοίο έχει αποκλίνει από την κανονική του πορεία. 2. (μτφ.) παρουσιάζω διαφορά σε μια πορεία, σε μια εξέλιξη (σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό ή με τον τελικό στόχο). ANT συγκλίνω: Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία, γιατί οι απόψεις αποκλίνουν σημαντικά. Tα έσοδα του προϋπολογισμού αποκλίνουν από τις αρχικές προβλέψεις.

[λόγ. < αρχ. ἀποκλίνω `βγαίνω απ΄ το δρόμο΄ σημδ. γαλλ. dévier, diverger]

[Λεξικό Κριαρά]
αποκλίνω.
  • Α´ (Mτβ.) γέρνω:
    • γλυκομηλεά μου κόκκινη, … απόκλινε την νιότην σου να μείνω στην ησκιά σου (Eρωτοπ. 271).
  • Β´ (Aμτβ.) φεύγω:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1318).

[αρχ. αποκλίνω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλίνω [apokl£no] aor απέκλινα, (L)
  • ① diverge, deviate (syn ξεκλίνω, ξεφεύγω, ant συγκλίνω):
    • _ από τον άξονα |
    • συζητήθηκε νομοσχέδιο για κοινωνική μέριμνα ατόμων που αποκλίνουν από το φυσιολογικό |
    • οι πλευρές του κεντρικού κλίτους σε μερικούς ναούς αποκλίνουν της κατακορύφου (Michelis) |
    • o Ωριγένης αποκλίνει από την ορθόδοξη διδασκαλία (Theodorakop) |
    • τυχαίνει η ψυχοσύνθεση του αναγνώστη να αποκλίνει από την ψυχοσύνθεση του δημιουργού (Tsatsos)
  • ② incline, lean, tend (syn γέρνω, κλίνω, ρέπω, τείνω):
    • η κυβέρνηση αποκλίνει υπέρ της Δύσης |
    • οι βαλκανικές χώρες αποκλίνουν προς την ελληνική θέση |
    • η βενετική κυριαρχία απέκλινε με κάποια ευμένεια προς την καθολική εκκλησία (Vacalop) |
    • το γλωσσικό ύφος του X. αποκλίνει προς την καθαρεύουσα (GIoannou)

[fr kath αποκλίνω _ MG (also pap 8th c.), PatrG _ K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκλίνων -ουσα -ον [apoklínon] Ε12 : που αποκλίνει. ANT συγκλίνων: Aποκλίνουσα πορεία. Aποκλίνουσες απόψεις. || (φυσ.) αποκλίνοντες φακοί, που προκαλούν εκτροπή των παράλληλων ακτίνων. ANT συγκλίνοντες.

[λόγ. μεε. < αρχ. ἀποκλίνω μτφρδ. γαλλ. divergent]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκλίνων, -ουσα, -ον [apokl£non] (L)
  • diverging, divergent (ant συγκλίνων):
    • ~ στραβισμός, φακός |
    • math αποκλίνουσα σειρά divergent series |
    • phys αποκλίνουσα δέσμη φωτός divergent beam of light |
    • milit αποκλίνουσα δέσμη (sc πυρών) open sheaf |
    • προτείνονται θέσεις κάπως αποκλίνουσες από τη συμφωνία του 1977 |
    • οι απόψεις των δύο αντιπροσωπειών εμφανίζονται αποκλίνουσες |
    • τα σώματα των φιδιών καταλήγουν σε συσπειρωμένες και αποκλίνουσες ουρές (DLazaridis) |
    • μπορούν να συνυπάρχουν οι αποκλίνουσες βουλήσεις και ενέργειες (Papanoutsos)

[fr kath αποκλίνων, prp of αποκλίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες