Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκηρυγμένος, -η, -ο [apociriγménos] (L)
- ① denounced, repudiated, proscribed:
- παρατήσατε τους αγωνιστές αποκηρυγμένους κι ανυπεράσπιστους στα νύχια του T. (Tsirkas) |
- σιγά σιγά οι θεσμοί υιοθετούν τον αποκηρυγμένο ποιητή σαν ένα εθνικό κεφάλαιο (Theotokas)
- ② disowned, disavowed:
- αρνείται να δημοσιεύσει τα αποκηρυγμένα του ποιήματα
[ppp of αποκηρύσσω]
- ① denounced, repudiated, proscribed: