Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεφαλιστής [apocefalistίs] ο, (L)
- ① headsman, executioner (near-syn δήμιος)
- ② fig destructive critic:
- σπεύδω να πληροφορήσω, για να μη φανώ κριτικός ~, ότι ούτε η γαλλική κριτική αναγνώρισε στον Πανιόλ άλλη αξία (Athanasiadis-N)
- ③ for Άι Γιάννης ο ~ s. αποκεφαλισθείς
[fr kath αποκεφαλιστής ← LK]