Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκεφαλισμός ο [apokefalizmós] Ο17 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεφαλίζω: Tον καταδίκασαν σε αποκεφαλισμό. Ο ~ του Iωάννη του Προδρόμου. 2. (μτφ.) η βίαιη ή παράνομη απομάκρυνση της ηγεσίας ενός συλλογικού οργάνου· καρατόμηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλισμός· 2: κατά τη σημ. του αποκεφαλίζω2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεφαλισμός [apocefalizmós] ο, (L)
- ① beheading, decapitation (syn αποκεφάλιση):
- θάνατος με αποκεφαλισμό |
- τιμωρήθηκε με αποκεφαλισμό |
- ο ~ του Προδρόμου the beheading of St. John the Baptist |
- μου τυραννούσε τη μνήμη η αναπαράσταση του αποκεφαλισμού της Mαρίας Στούαρτ (Chatzinis)
- ② fig removal fr office (school etc), dismissal, firing, sacking (near-syn απόλυση 1):
- ο πρόεδρος του κόμματος εγκατέλειψε τα αιτήματά του για αποκεφαλισμό χιλιάδων αξιωματικών |
- η εκπαίδευση έχει τις απαιτήσεις της· χρειάζονται αποκεφαλισμοί, απορρίψεις, μεταξεταστέοι κλ (Palaiologos)
[fr kath αποκεφαλισμός ← postmed (Somavera) ← K]
- ① beheading, decapitation (syn αποκεφάλιση):