Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκεφαλίζω [apokefalízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αποχωρίζω το κεφάλι από το σώμα κάποιου κόβοντάς του το λαιμό: Bρέθηκε αποκεφαλισμένο πτώμα. β. (ειδικότ.) κόβω το κεφάλι κάποιου, σε εκτέλεση θανατικής καταδίκης· καρατομώ. 2. (μτφ.) απομακρύνω βίαια ή παράνομα την ηγεσία ενός συλλογικού οργάνου· καρατομώ.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλίζω· 2: σημδ. γαλλ. décapiter]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκεφαλίζω· απεκεφαλίζω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Kόβω το κεφάλι κάπ.:
- (Διγ. Άνδρ. 35112).
- 2) (Mεταφ.) κάνω κάπ. να «χάσει το κεφάλι του, το μυαλό του»:
- φοβούμαι την θεωρίαν σου και τας ωριάς σου πτέρυγας μη με αποκεφαλίσουν (Eρωτοπ. 515).
- 1) Kόβω το κεφάλι κάπ.:
- II. (Mέσ.) (πιθ.) «χάνω το μυαλό μου»:
- όλοι αποκεφαλίστησαν, εβάλθησαν να φεύγουν (Xρον. Mορ. H 4840).
[μτγν. αποκεφαλίζω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεφαλίζω [apocefalízo] ipf αποκεφάλιζα, aor αποκεφάλισα (subj αποκεφαλίσω), pass αποκεφαλίζομαι, ipf αποκεφαλιζόμουν, aor αποκεφαλίστηκα (& αποκεφαλίσθηκα, subj αποκεφαλιστώ & αποκεφαλισθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκεφαλιστεί (& αποκεφαλισθεί), (L)
- ① behead, decapitate (syn καρατομώ L, κοψοκεφαλίζω):
- ο λαός αποκεφαλίζει τον μονάρχη |
- ο βασιλιάς αποκεφαλίζει τη σύζυγό του |
- αποκεφαλίσανε τη φρουρά και λευτερώσανε τους φυλακισμένους (Petsalis) |
- αποκεφάλιζαν τα αγάλματα, επειδή δεν ανέχονταν την εξεικόνιση της ανθρώπινης μορφής (Floros) |
- έκοψε μια βέργα και μ' αυτή χτυπούσε κι αποκεφάλιζε τ' αγκάθια (KPolitis)
- ② fig destroy the leadership of, make ineffective:
- η κυβέρνηση θα αποκεφαλίσει την οργάνωση |
- οι επίλεκτοι δημοκράτες βρέθηκαν έτοιμοι ν' αποκεφαλίσουν το κόμμα τους (Christidis EΣ) |
- με το να μπουν οι προεστοί στην Tρίπολη, ο αγώνας αποκεφαλιζότανε (Melas)
- ③ criticize severely, destroy (near-syn θάβω):
- οι κριτικοί αποκεφάλισαν την ηθοποιό |
- σε μια διάλεξή του αποκεφάλιζε μπροστά μας τον κόσμο της μεγάλης επιτυχίας (Athanasiadis-N)
[fr kath αποκεφαλίζω ← postmed (Somavera), MG ← K (also pap)]
- ① behead, decapitate (syn καρατομώ L, κοψοκεφαλίζω):