Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκεφάλιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκεφάλιση η [apokefálisi] Ο33 : ο αποκεφαλισμός.

[λόγ. αποκεφαλι- (αποκεφαλίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκεφάλιση [apocefálisi] η, (L)
  • beheading, decapitation (syn αποκεφάλισμα, αποκεφαλισμός, καρατόμηση):
    • η ~ του Iωάννη (του Προδρόμου) |
    • το πανηγύρι συνοδευότανε από αποκεφαλίσεις κατσικιών, που προσφέρονταν θυσία (Thrylos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποκεφάλισις, der of αποκεφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες