Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκεντρώνω [apokendróno] -ομαι Ρ1 : απομακρύνω, αφαιρώ από το κέντρο διάφορες εξουσίες, αρμοδιότητες, δραστηριότητες και τις μεταφέρω στην περιφέρεια: Aποφασίστηκε η δημιουργία αποκεντρωμένων βιομηχανικών μονάδων σε παραμεθόριες περιοχές. Πάρθηκαν μέτρα για να αποκεντρωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Tο συγκεντρωτικό σύστημα εξουσίας πρέπει να αποκεντρωθεί.
[λόγ. απο- κέντρ(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. décentraliser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκεντρώνω [apocendróno] (L)
- distribute the powers of, or reduce dependence on, central authority, decentralize:
- η κυβέρνηση αποκεντρώνει το σύστημα ελέγχου εισαγωγών
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκεντρώ (-όω), der of απόκεντρος]
- distribute the powers of, or reduce dependence on, central authority, decentralize: