Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκεντρωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκεντρωμένος, -η, -ο [apocendroménos] (L)
  • decentralized:
    • αποκεντρωμένη κυβέρνηση |
    • αποκεντρωμένο κράτος |
    • αποκεντρωμένοι περιφερειακοί φορείς |
    • αποκεντρωμένη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων |
    • αποκεντρωμένο οικονομικό σύστημα |
    • η μεσαιωνική Eυρώπη γνώρισε τον αποκεντρωμένο φεουδαλισμό (Kanellop) |
    • το κράτος εκχωρεί το προνόμιο των μαζικών μεταδόσεων σε δημόσιους οργανισμούς αποκεντρωμένους και αυτοδιοικούμενους (Peponis, adapted)

[ppp of αποκεντρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες