Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκατασταίνω [apokatasténo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (προφ.) αποκαθιστώ, ιδίως στη σημ. 2α.
[μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκατασταίνω.
-
- 1) Φέρνω κάπ. σε μία κατάσταση:
- χριστιανόν ορθόδοξον αποκατάστησέ σε (Iστ. Bλαχ. 1704).
- 2) Φτιάχνω, διορθώνω, τακτοποιώ:
- επήρεν το θαμπούριν του και αποκατάστησέν το (Διγ. Esc. 827).
[<αόρ. αποκατέστησα του αποκαθιστώ. H λ. στο Bλάχ. (‑στένω) και σήμ.]
- 1) Φέρνω κάπ. σε μία κατάσταση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκατασταίνω s. αποκαταστένω.