Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκαρτερώ.
-
- Περιμένω:
- εις την αρχήν της στράτας των να με αποκαρτερούσιν (Λίβ. P 1119).
[αρχ. αποκαρτερέω]
- Περιμένω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαρτερώ [apokarteró] αποκαρτερεί, L)
- lose one's endurance or perseverance, become dispirited (near-syn αποθαρρύνομαι):
- κυριεύεται από αηδία, αποκαρτερεί και επιχειρεί να γυρίσει στον ήσυχο τόπο του (Stasinop)
[fr kath αποκαρτερώ ← MG (9th c.), PatrG ← K, AG ἀποκαρτερῶ (-έω); cf MG (Kriaras' Lex) αποκαρτερώ 'wait']
- lose one's endurance or perseverance, become dispirited (near-syn αποθαρρύνομαι):