Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαρδιώνω [apokarδióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος, το κουράγιο, το ηθικό του· απογοητεύω. ANT εγκαρδιώνω: Οι συνεχείς ατυχίες αποκαρδίωσαν τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Έφυγα αποκαρδιωμένος από το θέαμα.
[λόγ. απο- καρδί(α) -ώνω μτφρδ. αγγλ. dishearten]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαρδιώνω [apokar∂jóno] ipf αποκάρδιωνα, aor αποκαρδίωσα (subj αποκαρδιώσω), pf & plupf έχω-είχα αποκαρδιώσει, mediop αποκαρδιώνομαι, ipf αποκαρδιωνόμουν, aor αποκαρδιώθηκα (subj αποκαρδιωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκαρδιωθεί, είμαι-ήμουν αποκαρδιωμένος, (L)
- ① dishearten, discourage, dispirit, disillusion (syn απελπίζω 1, αποθαρρύνω 1, near-syn απογοητεύω):
- οι αποτυχίες, τα σφάλματα αποκαρδιώνουν |
- μερικοί άνθρωποι σε αποκαρδιώνουνε, αντί να σου δώσουνε κουράγιο (Nakou) |
- η πραγματικότητα αποκάρδιωνε τους ευαίσθητους ανθρώπους (Evelpidis) |
- τον αποκαρδίωσαν οι κριτικές των ειδικών (Theotokas) |
- η Pωσία επανειλημμένα είχε αποκαρδιώσει τους χριστιανικούς λαούς (Vranousis)
- ② mi αποκαρδιώνομαι lose heart, be discouraged (syn αποθαρρύνομαι L, αποκαρδίζω):
- αποκαρδιώθηκε με το κοινό της παράστασης |
- εμπρός τους έβλεπαν σωστόν ωκεανό από βουνά, μα δεν αποκαρδιώνονταν (ChZalokostas) |
- έχω κατά πολύ αποκαρδιωθεί από τις θεωρητικές κατασκευές (Panagiotop)
[neol (Koumanoudis), cpd of απο- & καρδιά w. suff -ώνω]
- ① dishearten, discourage, dispirit, disillusion (syn απελπίζω 1, αποθαρρύνω 1, near-syn απογοητεύω):