Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαρδίωση η [apokarδíosi] Ο33 : 1.το αποτέλεσμα του αποκαρδιώνω. ANT εγκαρδίωση. 2. η κατάσταση που χαρακτηρίζει τον αποκαρδιωμένο· αποθάρρυνση, απογοήτευση: H αποκαρδίωσή του δεν περιγράφεται.
[λόγ. αποκαρδιω- (δες αποκαρδιώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαρδίωση [apokar∂íosi] η, (L)
- discouragement, dispiritedness, despondency (syn απελπισία, αποθάρρυνση 1, αποκαρδισμός):
- βαθιά ~ |
- αίσθημα αποκαρδίωσης |
- πλάσματα γεμάτα ~ |
- προκαλώ την ~ |
- κάτι σαν ~ τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του (Karagatsis) |
- θα μπορέσουν ν' αντισταθούν στην ~, που τους μεταδίδει το θέαμα του δημόσιου βίου μας (Theotokas) |
- παρακολουθεί με ~ και με αγανάκτηση τη γλωσσική διαμάχη (Panagiotop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποκαρδίωσις]
- discouragement, dispiritedness, despondency (syn απελπισία, αποθάρρυνση 1, αποκαρδισμός):