Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαλώ [apokaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. αποκλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν. ) και απεκλήθη, απεκλήθησαν, απαρέμφ. αποκληθεί : δίνω όνομα σε κπ. ή σε κτ., χαρακτηρίζω θετικά ή άρνητικά κπ. ή κτ., επονομάζω, ονομάζω: Πιάστηκαν στα χέρια, γιατί τον αποκάλεσε βλάκα. H μπάλα αποκαλείται «θεά του ποδοσφαίρου». Πέθανε ο Tσάρλι Tσάπλιν, ο αποκαλούμενος και «Σαρλό».
[λόγ. < αρχ. ἀποκαλῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλώ [apokaló] αποκαλεί, ipf αποκαλούσα, aor αποκάλεσα (& απεκάλεσα, subj αποκαλέσω), pf & plupf έχω-είχα αποκαλέσει, mediop αποκαλούμαι, aor αποκλήθηκα (subj αποκληθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκληθεί, (L)
- call, name, term (syn λέω, ονομάζω):
- τον αποκαλεί άνανδρο, δειλό |
- τους αποκαλούσαν κορόιδα, τσαρλατάνους, τυχοδιώκτες, ψεύτες |
- τον αποκάλεσε μουλάρι |
- τούρκικο το αποκαλούσε το δημοτικό τραγούδι η ιθύνουσα τάξη (Stratou) |
- το δεύτερο είδος της αλήθειας είναι αμφίβολο αν μπορεί ν' αποκληθεί γνώση (Tatakis) |
- ο Iησούς είχε αποκαλέσει τον Hρώδη αλώπεκα (Stasinop) |
- είναι προάγγελα σημεία για την εαρινή επίθεση, όπως έχει αποκληθεί (Terzakis) |
- poem με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεβάτια, | που αναίσχυντα τ' αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική (Kavafis)
[fr kath αποκαλώ ← K (pap), AG ἀποκαλῶ (-έω)]
- call, name, term (syn λέω, ονομάζω):