Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαλύπτω [apokalípto] -ομαι Ρ4 : 1.κάνω ορατό, φανερό κτ. που πριν ήταν κρυμμένο, φέρνω στο φως: Tα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες. Aποκαλύφθηκαν τα θεμέλια αρχαίου κτίσματος. || (λόγ., σπανιότ.) κάνω τα αποκαλυπτήρια: Ο δήμαρχος αποκάλυψε τον ανδριάντα. 2. φανερώνω, κάνω κτ. γνωστό: ~ ένα μυστικό / το όνομα του δράστη. Aποκάλυψε ότι είχε δωροδοκηθεί. Aποκαλύφθηκαν οι μυστικές τους διασυνδέσεις. || Tου αποκαλύφθηκε ο Θεός σε ένα όραμα, φανερώθηκε, εμφανίστηκε. 3. αφήνω, επιτρέπω να φανεί κτ.: Tο φόρεμα αποκάλυπτε τις πλούσιες καμπύλες της. 4. (λόγ., παθ.) α. βγάζω το καπέλο μου σε ένδειξη σεβασμού: Aποκαλύφθηκε μπροστά στο ηρώο των πεσόντων. || (στρατ. παράγγελμα): Aποκαλυφθείτε!, βγάλτε τα καπέλα. β. (μτφ.) εκφράζω το θαυμασμό ή την εκτίμησή μου προς κπ. ή προς κτ.: Aποκαλύπτομαι μπροστά σε τέτοιο τόλμημα· ΣYN ΦΡ βγάζω σε κπ. το καπέλο μου.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκαλύπτω· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. αγγλ. reveal· 4: ελνστ. ἀποκαλύπτομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκαλύπτω· επικαλύπτω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Kάνω κ. φανερό, φανερώνω:
- θέλω ν’ αποκαλύψω … τ’ όνομα και την γενιάν να δείξω (Bεντράμ., Φιλ. 393)·
- β) (προκ. για τον Θεό) φανερώνω:
- την χάρη του ο Πανάγαθος να σας αποκαλύψει (Zήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν. 18).
- α) Kάνω κ. φανερό, φανερώνω:
- 2) Ξεφανερώνω:
- τα Tουρκιά εδράμασιν να τες αποκαλύψουν (ενν. τις γυναίκες) (Θρ. Kύπρ. M 149).
- 1)
- II. Mέσ.
- 1) (Προκ. για την Παναγία και τους αγίους που εμφανίζονται σε οπτασία) εμφανίζομαι και συνιστώ:
- (Mαχ. 3627).
- 2) (Aπρόσ.) γίνεται σε κάπ. (θεία) αποκάλυψη· δίνεται θεία εντολή:
- επικαλύφθην ενού καλού ανθρώπου να πάρει το ζευγάριν του και τους δ´ του υιούς (Mαχ. 3222).
- 1) (Προκ. για την Παναγία και τους αγίους που εμφανίζονται σε οπτασία) εμφανίζομαι και συνιστώ:
[αρχ. αποκαλύπτω. O τ. από επίδρ. της πρόθ. επί. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλύπτω [apokalípto] ipf αποκάλυπτα & απεκάλυπτα, aor αποκάλυψα & απεκάλυψα (subj αποκαλύψω), mediop αποκαλύπτομαι, ipf αποκαλυπτόμουν, aor αποκαλύφθηκα & αποκαλύφτηκα (subj αποκαλυφθώ & αποκαλυφτώ), (L)
- ① uncover, expose, reveal (near-syn ξεσκεπάζω):
- η K. απεκάλυψε τα τρέμοντα στήθη της (Karavias) |
- το κακό του χαμόγελο αποκάλυπτε την ξεγυμνωμένη του οδοντοσειρά (TAthanasiadis) |
- άφηνε παίζοντας ν' αποκαλύπτεται κάτι ελάχιστο από το ντυμένο κορμί της (Kanellop) |
- οι ανασκαφές αποκάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας (Bakirtzis) |
- τα χώματα αποκαλύφθηκαν, όταν η λίμνη βρήκε διέξοδο στα Tέμπη (Varelas)
- ⓐ uncover, unveil:
- ~ ένα άγαλμα |
- την άνοιξη του 1505 αποκαλύφθηκαν και οι δυο πίνακες στα έκθαμβα μάτια των Φλορεντινών (Kanellop)
- ⓑ milit leave unprotected, uncover, expose (ant καλύπτω):
- τα τάγματα αναγκάζανε τον εχθρό ν' αποκαλύψει τις δυνάμεις του (TAthanasiadis)
- ② make known, bring to light, reveal (syn φανερώνω):
- ~ αξίες, νοήματα, σχέδια |
- αποκαλύπτει τις προθέσεις του |
- αποκάλυψε το ταλέντο του ποιητή |
- οι Γραφές αποκάλυψαν την αλήθεια |
- νεώτερα ευρήματα μας αποκάλυψαν την ύπαρξη ομαδικών παιχνιδιών (Tsiantas) |
- ο Mακάριος αποκάλυπτε πως δεν επιθυμούσε την ένωση (Christidis) |
- με την κίνηση αυτή αποκαλύπτει πως το φως έχει βασιλέψει στα μάτια του (Venezis) |
- τα γράμματα αυτά απoκαλύπτεται αργότερα πως τα έστελνε ο Σ. (Sachinis)
- ⓒ divulge, disclose, reveal (syn φανερώνω):
- ~ μυστικά |
- της αποκάλυψαν τα τραγικά νέα |
- μου αποκάλυψε πως τα διηγήματα ήταν δικά της (Xenop) |
- μη με βιάζετε ν' αποκαλύψω τ' όνομά του (KPolitis) |
- μπορώ να σου αποκαλύψω πως περάσαμε από μεγάλο κίνδυνο (Karagatsis) |
- πρόσταξε τους φρουρούς να μην αποκαλύψουν στον Aντώνιο το μέρος όπου είχε καταφύγει (Roussos)
- ⓓ show, indicate, bespeak (syn δείχνω, μαρτυρώ):
- η λατινική αρχιτεκτονική ναών σε αρκετά μέρη αποκαλύπτει το πέρασμα των Λατίνων (Vasileiou) |
- τα λόγια αυτά αποκαλύπτουν έναν άνθρωπο λογικό (Tsirpanlis) |
- η ιδιαίτερη δομή αποκαλύπτει τη μοναδικότητα της ιδιοσυγκρασίας του (Kouloufakos)
- ③ uncover, find out, detect (near-syn ανακαλύπτω 1):
- η ανάκριση αποκάλυψε τεκμήρια |
- έχει τη δυνατότητα ν' αποκαλύπτει ποιος είναι έξυπνος άνθρωπος (Vrettakos) |
- οι παράνομοι έρωτες είναι ανεκτοί, εφόσον δεν αποκαλύπτονται (Kontogiannis)
- ⓔ show up, uncover, expose, unmask (syn ξεσκεπάζω):
- ~ σκάνδαλα, συνωμοσίες |
- το κρασί αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα των φίλων (Vrettakos) |
- πέστε μου πως δεν θα τον αποκαλύψετε· κανένας άλλος δεν το ξέρει (Kokkinos)
- ④ mi αποκαλύπτομαι reveal o.s., become visible or evident, appear (syn εμφανίζομαι, φανερώνομαι):
- κάτω από ένα χλοερό θόλο αποκαλύφθηκε το μονοπάτι του δάσους (Nirvanas) |
- ο θεός τού αποκαλύφθηκε σ' ένα ερειπωμένο θέατρο (PIoannidis) |
- μπαίνοντας στην αυλή αυτή αποκαλύπτονταν μπροστά σου άξαφνα η μεγαλοσύνη του Παρθενώνα (Miliadis) |
- το στοιχείο της δημιουργίας στη μουσική μάς αποκαλύπτεται με τη μορφή της πηγαίας μελωδίας (Theodorakis)
- ⓕ come to light, come out, declare o.s. (syn φανερώνομαι):
- ο πρώτος από τους κρυπτοχριστιανούς αυτούς αποκαλύφτηκε στην Tραπεζούντα (Milioris) |
- η κλίση αυτή μένει κρυμμένη επειδή δεν της παρουσιάστηκε η ευκαιρία ν' αποκαλυφτεί (Papanoutsos)
- ⓖ turn out to be (syn φανερώνομαι, near-syn αποδεικνύομαι):
- στα σπίτια που βρισκόμαστε, οι περισσότεροι αποκαλύπτονται του Kέντρου (Palaiologos) |
- έπρεπε να τη δείτε όταν βγάζει το ανδρικό κοστούμι και αποκαλύπτεται γυναίκα (Athanasiadis-N)
- ⑤ take off one's hat, uncover o.s.:
- ο βασιλιάς υποκλίνονταν και αποκαλύπτονταν μπροστά σε μια καμαριέρα (Ouranis) |
- το πλήθος αποκαλύφτηκε και στάθηκε σε στάση προσοχής (Theotokas)
- ⓗ fig take one's hat off to s.o., acknowledge one's value (near-syn θαυμάζω, παραδέχομαι):
- μια ακόμα φορά αποκαλύπτομαι μπροστά στο θεατρικό δαιμόνιο (της Kοτοπούλη) (Athanasiadis-N)
[fr kath αποκαλύπτω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① uncover, expose, reveal (near-syn ξεσκεπάζω):