Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαλυπτήρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλυπτήρια [apokaliptíria] τα, (L)
  • ① unveiling (ceremony) (syn αποκάλυψη 1):
    • ~ του αγάλματος |
    • η πρώτη είδηση που διάβασα ήταν τα ~ του μνημείου του (Athanasiadis-N)
  • ② fig showing s.o. up, exposure, unmasking:
    • παρευρισκόμαστε κάθε μέρα στ' ~ προσώπων που διέθεταν κάποιο γόητρο, σε διαψεύσεις κ' εκπτώσεις (Terzakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) τα αποκαλυπτήρια, substantiv. n pl of *αποκαλυπτήριος; cf συγχαρητήρια, συλλυπητήρια etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες