Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαλούμενος, -η, -ο [apokalúmenos] (L)
- so-called, called (syn λεγόμενος):
- οι αποκαλούμενοι πλούσιοι λαοί |
- η κυβέρνηση απορρίπτει την αποκαλούμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική |
- ο ~ υπόκοσμος είναι ο κύριος φορεύς των ελληνικών παραδόσεων (IPetrop)
[fr kath αποκαλούμενος, prpp of αποκαλώ]
- so-called, called (syn λεγόμενος):