Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαλούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλούμενος, -η, -ο [apokalúmenos] (L)
  • so-called, called (syn λεγόμενος):
    • οι αποκαλούμενοι πλούσιοι λαοί |
    • η κυβέρνηση απορρίπτει την αποκαλούμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική |
    • ο ~ υπόκοσμος είναι ο κύριος φορεύς των ελληνικών παραδόσεων (IPetrop)

[fr kath αποκαλούμενος, prpp of αποκαλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες