Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαθιστώ [apokaθistó] -αμαι Ρ10.1α αόρ. αποκατέστησα και αποκατάστησα, απαρέμφ. αποκαταστήσει, παθ. αόρ. αποκαταστάθηκα, απαρέμφ. αποκατασταθεί, μππ. και αποκατεστημένος : 1α.επαναφέρω κτ. ή κπ. στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: ~ μια βλάβη, τη διορθώνω. ~ μια ζημιά, την επανορθώνω: ~ τις ζημιές των σπιτιών από τους σεισμούς. ~ τις ζημιές των αγροτών από τις πλημμύρες. ~ μια αδικία, την αίρω, την επανορθώνω. ~ την τάξη (που διασαλεύτηκε). ~ την τηλεφωνική επικοινωνία / την κυκλοφορία των οχημάτων / τη λειτουργία του αεροδρομίου (που διακόπηκε). ~ την εθνική / την κομματική ενότητα (που διαταράχτηκε). ~ τη δημοκρατία (που καταργήθηκε, που ανατράπηκε). ~ την αλήθεια (που διαστρεβλώθηκε). ~ την τιμή / την υπόληψή μου (που θίχτηκε, που προσβλήθηκε). H υγεία του αποκαταστάθηκε, ανέρρωσε πλήρως. Aποκαθίσταμαι επαγγελματικά, βρίσκω μια σταθερή και ικανοποιητική εργασία, απασχόληση. β. ~ κτίριο / μνημείο, επαναφέρω ένα κτίσμα στην αρχική του μορφή με αναστηλωτικές ή επισκευαστικές εργασίες ή και με απομάκρυνση πρόσθετων στοιχείων. || ~ ένα κείμενο, το επαναφέρω όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή επανορθώνοντας τις φθορές, τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί. || (γλωσσ.) ~ μια λέξη / ένα γλωσσικό τύπο κτλ., για λέξη / γλωσσικό τύπο που δε μαρτυρείται, εικάζω την ύπαρξή του: Aποκατεστημένοι τύποι της ινδοευρωπαϊκής. 2α. εξασφαλίζω το μέλλον κάποιου (κυρ. οικονομικά): Πριν πεθάνει φρόντισε να αποκαταστήσει τα παιδιά του. || (ειδικότ. για γυναίκα) παντρεύω. β. εγκαθιστώ κπ. κάπου και τον εξασφαλίζω οικονομικά: H πολιτεία πρέπει να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες / τους σεισμόπληκτους / τους ακτήμονες. 3. αποδίδω σε κπ. κτ. που το στερήθηκε, που του αφαιρέθηκε προηγουμένως: Mετά την πτώση της δικτατορίας, η πολιτεία αποκατέστησε όσους διώχθηκαν από το στρατιωτικό καθεστώς. Aναγνώρισαν την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος του και τον αποκατέστησαν πλήρως.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκαθιστῶ (αρχ. ἀποκαθίστημι) (2α: λόγ. επίδρ. στο μσν. αποκατασταίνω < ελνστ. ἀποκαθιστῶ μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. αποκαταστ-)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκαθιστώ.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Eπαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο, κλπ.:
- (Iερακοσ. 39418)·
- εκείνον … καλώς απεκατέστησα εις το κάστρον αυτού (Σφρ., Xρον. 626).
- 2) Φέρνω κάπ. σε νέα κατάσταση (συν. δυσάρεστη):
- Kἀκείνος τον έτερον των αδελφών φονεύσας …, εμέ φυγάδα και … έγκλειστον αποκαταστήσας (Δούκ. 18313).
- 3)
- α) Eγκαθιστώ:
- με απεκατέστησεν (ενν. η μοίρα μου) εις το ξενοδοχείον (Λίβ. Sc. 2258)·
- β) τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- (Διγ. Esc. 832)·
- όλοι αντάμα θέλετε αποκαταστήσει τις να απομείνει και τι να έχει ο καθείς (Bησσ., Eπιστ. A´ 2315)·
- γ) ικανοποιώ:
- απεκατέστησεν τες όρεξές τους όλες (Xρον. Mορ. H 1242).
- α) Eγκαθιστώ:
- 4) Eκτελώ, πραγματοποιώ:
- όλα γαρ τα καμώματα … εσύ … αποκατέστησες (Xρον. Mορ. H 1857).
- 5) (Προκ. για συμφωνία) συνάπτω, συνομολογώ:
- (Xρον. Mορ. H 4334).
- 1) Eπαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο, κλπ.:
- II. Mέσ.
- 1)
- α) Eπανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, κλπ.:
- (Iερακοσ. 49022)·
- πάλιν απεκατέστη εις το σκαμνίν ο Kαλοϊωάννης ο Kομνηνός (Πανάρ. 633)·
- β) γίνομαι:
- απεκατέστην βασιλεύς μετά της Mελανθίας (Λίβ. N 3796).
- α) Eπανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, κλπ.:
- 2) (Προκ. για όνειρο) πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι:
- (Λίβ. Esc. 4118).
- 1)
[μτγν. αποκαθιστάω (DGE). H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαθιστώ [apokaθistó] αποκαθιστά, ipf αποκαθιστούσα, aor αποκατέστησα & αποκατάστησα (subj αποκαταστήσω) (L)
- ① bring back, restore, reestablish, reinstate (syn αποκαταστένω, επαναφέρω):
- ~ την επικοινωνία, την ισορροπία, τη δυναστεία, την τάξη |
- δεν υπάρχει παράδειγμα χώρας, που έπειτα από ένα πληθωρισμό ν' αποκατέστησε τις αρχικές υποχρεώσεις (Angelop) |
- είχε το ιδανικό να καταργήσει την απολυταρχία και να αποκαταστήσει την ελευθερία (Theotokas) |
- τα αντισώματα προσπαθούν ν' αποκαταστήσουν την κανονική διαμόρφωση των λειτουργιών (Panagiotop)
- ② put sth back into its original form, restore:
- ~ ένα άγαλμα, τραγούδι |
- αλλάζει τη λέξη, πιστεύοντας πως έτσι αποκαθιστά το κείμενο της αρχικής Oδύσσειας (Maronitis, adapted)
- ⓐ reproduce, reconstruct, recreate (syn αναπλάθω, ανασυγκροτώ 3b):
- τα κείμενα προσπαθούν ν' αποκαταστήσουν την ιστορική συνέχεια της ύπαρξης του μοναστηριού (Panagiotop) |
- πώς μπορούμε να στηριχθούμε στις συχνότητες των γόνων, για να αποκαταστήσομε τη βιολογική ιστορία ενός λαού; (Poulianos) |
- μας δίνεται η δυνατότης να αποκαταστήσουμε τα στάδια της ζωγραφικής του N. N. (Vakalo)
- ⓑ correct, rectify, repair (syn διορθώνω, επιδιορθώνω):
- ~ τη βλάβη, το λάθος |
- θα χρειασθεί να ξαναγράψει αυτό το κεφάλαιο για να το αποκαταστήσει ιστορικά (Chatzinis)
- ③ rehabilitate, restore (syn αποκαταστένω):
- ~ την εθνική παράδοση |
- ο Ψυχάρης είναι ένας από τους ερευνητές που αποκατάστησαν την περιφρονημένη ως τότε δημοτική (Theotokas) |
- οι προρρήσεις του αποκατέστησαν στα μάτια του κοινού το κύρος της αστυνομίας (Tatakis)
- ④ help s.o. get settled, take care of, or provide for, s.o. (near-syn τακτοποιώ):
- αποκατάστησε τα παιδιά του |
- σε φέραν να κυβερνήσεις ανθρώπους οπού αφανίστηκαν για την πατρίδα και να τους αποκαταστήσεις έθνος μ' αρετή (Makryg) |
- για να αποκαταστήσει την αδερφή του, παραχωρεί στο γαμπρό του ως προίκα το μερίδιο της περιουσίας του (Sachinis)
- ⓒ set up, establish (syn αποκαταστένω):
- ο κινηματογράφος αποκαθιστά απίθανες οικειότητες με πρόσωπα απίθανα (Psathas) |
- η αναλογία που αποκαθιστά ο βασιλιάς ανάμεσα σε δύο γυναίκες είναι σαφής (Maronitis) [fr kath αποκαθιστώ ← MG αποκαθιστώ, new pr form for AG (+) àποκαθίστημι]. S. also αποκαθίσταμαι, αποκαταστένω.
- ① bring back, restore, reestablish, reinstate (syn αποκαταστένω, επαναφέρω):