Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκαθηλώνω [apokaθilóno] -ομαι Ρ1 : 1.(εκκλ.) κατεβάζω το νεκρό σώμα του Xριστού από το σταυρό. 2. (μτφ.) για κτ. που εκπίπτει, που καταργείται έχοντας χάσει τη δύναμη, το κύρος, την αξία που διέθετε.
[λόγ. αποκαθηλ(ώ) -ώνω < αποκαθήλ(ωσις) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκαθηλώνω [apokaθilóno] aor αποκαθήλωσα (subj αποκαθηλώσω), mediop αποκαθηλώνομαι (L)
- ① unnail, take down:
- όσο ν' αποκαθηλώσουν οι στρατιώτες το σώμα του έμενα γονατιστός (MNikolaidis) |
- αποκαθηλώνει τον ημεροδείκτη του 1972 και κρεμά στον τοίχο το 1973 (Palaiologos, adapted)
- ② fig bring low, put down, degrade:
- μια μερίδα του κόμματος φανερά αποκαθηλώνει το μύθο (του Eλευθ. Bενιζέλου) |
- η νέα ηγεσία της Kίνας αποκαθήλωσε τον Mάο (τον Στάλιν, τον Mαρξ κλ)
- ③ mi αποκαθηλώνομαι unnail o.s., take o.s. down:
- λαοί, καρφωμένοι στο σταυρό της υποταγής, αποκαθηλώνονται (Panagiotop)
[fr kath (neol) αποκαθηλώ, cpd w. K (+) καθηλῶ (-όω) 'to nail on']
- ① unnail, take down: