Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκήρυξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκήρυξη η [apokíriksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκηρύσσω. 1. δημόσια απάρνηση ή αποδοκιμασία: ~ ιδεών / πεποιθήσεων / πράξεων. 2. (νομ.) άρνηση της πατρότητας ενός παιδιού.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀποκήρυξις `αποκλήρωση γιου΄ (-σις > -ση)· 1: σημδ. γαλλ. désaveu]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκήρυξη [apocíriksi] η, gen αποκήρυξης & αποκηρύξεως, (L)
  • ① denunciation, repudiation, condemnation, stigmatization (near-syn αποδοκιμασία 1, κατάκριση):
    • ~ της κυβερνητικής πολιτικής |
    • θα συμφωνήσουμε όλοι στην ~ της μετοχής του ενεργητικού παρακειμένου; (Kakridis) |
    • η Aγγλία δεν μπόρεσε να αποσπάσει από τους καθολικούς επισκόπους καμιά επίσημη ~ της τρομοκρατίας (Christidis)
  • ② disavowal, renunciation, disownment, disclaimer (syn απάρνηση 3):
    • ~ πίστης |
    • ~ του έργου από το συγγραφέα |
    • specif δήλωση αποκηρύξεως declaration of renunciation of communist ideas (formerly required of political prisoners) |
    • οι χαιρετισμοί θα συνοδεύονται από την έμπρακτη ~ ενός ελεεινού παρελθόντος (Palaiologos)
  • ⓐ disclaimer (of paternity), renunciation (ant αναγνώριση 3):
    • αν η μητέρα ήταν έγγαμη τον καιρό που έγινε η σύλληψη του τέκνου, δεν μπορεί να κινηθεί αγωγή για αναγνώριση πριν γίνει ~ του τέκνου (Christidis AK)

[fr kath αποκήρυξις ← PatrG, K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες