Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκέντρωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκέντρωση η [apokéndrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεντρώνω: Διοικητική / οικονομική / πολιτιστική / πληθυσμιακή ~. Για τη μείωση της γραφειοκρατίας χρειάζεται διοικητική ~. H τόνωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής στην επαρχία δημιουργεί την ανάγκη πλατιάς πολιτιστικής αποκέντρωσης.

[λόγ. αποκεντρω- (δες αποκεντρώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décentralisation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκέντρωση [apocéndrosi] η, gen αποκέντρωσης & αποκεντρώσεως, (L)
  • ① distribution of the powers of, or reduction of dependence on, central authority, decentralization:
    • διοικητική ~ |
    • ~ των επαρχιών, του υπουργείου Eσωτερικών |
    • το κράτος δεν ευνοεί την ~ και την αυτοδιοίκηση |
    • οι τάσεις των κατά τόπους δυνατών για ~ γίνονται έντονες (Vacalop) |
    • πρέπει το όλο σύστημα βεβαιώσεως των φόρων ν' αποκτήσει μεγαλύτερη ~ (Angelop)
  • ⓐ redistribution of population (industry etc) fr urban to rural areas, decentralization:
    • η δημογραφική ~ ετεμάχισε τον ουρμπανισμό και τον εμοίρασε προς πολλές κατευθύνσεις (Athanasiadis-N)
  • ② dispersion, dissemination, scattering (ant συγκέντρωση):
    • ένα από τα γνωρίσματα του γαλλικού πνεύματος το αποτελεί η αποκέντρωσή του, δηλονότι, το μοίρασμα του φαινομένου σε πολλούς (Palam) |
    • εμείς επιμένομε στην πεπατημένη |
    • θρυμματισμός σε αυτοτελείς μονάδες και ~, άνοιγμα σε πλάτος των μαθημάτων (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποκέντρωσις; cf Fr décentralisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες