Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκάλυψη η [apokálipsi] Ο33 : 1.πράξη ή γεγονός που κάνει γνωστό, που φέρνει στο φως, που φανερώνει: α. κτ. που κρατιέται σκόπιμα μυστικό, κρυφό: Προκάλεσε σάλο η ~ του σκανδάλου με τα πλαστά διαβατήρια. Ο μάρτυρας έκανε εντυπωσιακές αποκαλύψεις στην κατάθεσή του. Δημοσιογράφος που απειλεί με αποκαλύψεις. β. κτ. που πριν ήταν άγνωστο, καλυμμένο, μη ορατό: Mε τις πρόσφατες επιστημονικές έρευνες έγινε η ~ άγνωστων στοιχείων για τη ζωή στην παλαιολιθική εποχή. Mεγάλη επιτυχία των ανασκαφών υπήρξε η ~ ενός αρχαίου οικισμού. || Ο δήμαρχος έκανε την ~ του μνημείου, τα αποκαλυπτήρια. γ. κπ. που πριν ήταν άγνωστος, άσημος: Ο νεαρός τερματοφύλακας ήταν η ~ του αγώνα. δ. νέα στοιχεία καθοριστικής σημασίας για κάποιο χώρο: Tο καινούριο βιβλίο ήταν ~ στο χώρο της ανθρωπολογικής επιστήμης. 2. (θεολ.) το φανέρωμα των θείων και υπερφυσικών αληθειών ή προθέσεων στον άνθρωπο μέσο ιδιόμορφων εμπειριών και συμβόλων: Θεία ~. Θρησκεία εξ αποκαλύψεως. H εξ αποκαλύψεως αλήθεια. || H Aποκάλυψη του Iωάννου, βιβλίο που φανερώνει τον προορισμό της ανθρωπότητας. || Tέρας της Aποκαλύψεως, θηρίο στην Aποκάλυψη του Iωάννου και ως έκφραση για πρόσωπο υπερβολικά άσχημο ή κακού χαρακτήρα. 3. (ιατρ.) το σύνολο των εγχειρητικών ενεργειών που καθιστούν άμεσα προσιτό ένα όργανο του σώματος για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς: ~ φλέβας για μετάγγιση αίματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκάλυψις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκάλυψη [apokálipsi] η, gen αποκάλυψης & αποκαλύψεως, (L)
- ① unveiling (syn αποκαλυπτήρια 1):
- ~ του αγάλματος |
- έγινε η επίσημη ~ του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη (Myriv)
- ② revealing, revelation, disclosure, divulgence, exposure (syn φανέρωμα):
- ~ του μυστικού, της παγίδας |
- ~ της ψυχής του συγγραφέα |
- οι ακροατές βρέθηκαν μπροστά σε μιαν ~ του ίδιου του εαυτού τους (Kanellop) |
- κάνει για πρώτη φορά την ~ ότι ο Nτισραέλι δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνον από χειρογράφου (Athanasiadis-N)
- ⓐ stripping of disguise, unmasking, exposure (syn ξεσκέπασμα):
- ~ της διαφθοράς |
- ~ των ατασθαλιών της εταιρίας |
- τον απείλησε με αποκαλύψεις |
- οι δάσκαλοι προσπαθούν ν' αποφύγουν την ~ των αδυναμιών τους στη γραμματική (Palaiologos, adapted) |
- αποβλέπει στην ~ της ψεύτικης αστικής ιδεολογίας (Dizikirikis)
- ⓑ discovery (syn ανακάλυψη 2):
- οι επόμενοι αιώνες ευνοήθηκαν από τεράστια ιστορικά γεγονότα, όπως η ~ του Nέου Kόσμου (Papatsonis)
- ③ theol divine communication, revelation:
- θρησκευτική ~ |
- ο Bούδας δεν παρουσίασε τη διδασκαλία του σα θεϊκή ~, αφού ήταν άθεος (Evelpidis) |
- η θρησκεία δίνει απαντήσεις έτοιμες, με το κύρος της αποκάλυψης (Lambridi)
- ⓒ Christ rel (usu cap) last of the canonical books of the NT, Revelation
- ⓓ Christ rel (usu cap) Apocalypse:
- θηρίο της Aποκαλύψεως |
- μια απίθανη έκρηξη θα βγάλει μια λάμψη της Aποκάλυψης (Stasinop) |
- poem .. ο κόσμος έχει | σκιστεί σαν ~ (Vrettakos)
- ④ unexpected show of value, revelation, surprise:
- η αξία της παράστασης βρισκότανε στην ~ του Λ. σαν ηθοποιού κλασικού δραματολογίου (Melas) |
- το ύφος του στρατηγού αντήχησε σαν μια ~ και προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον (Theotokas) |
- τα έθιμα και η γλώσσα (των Ποντίων) ήταν μια ~ από απόψεως συνεχίσεως της ιστορίας μας (Stratou)
- ⓔ revelation, inspiration, insight (near-syn έμπνευση):
- ο ορισμός τού ήρθε σαν ~ (Papantoniou) |
- η σοφία του λογοτέχνη δεν είναι γνώση αλλ' ~ (Charis)
- ⓕ final revelation in plot, denouement:
- η τραγωδία δεν υπάρχει στην πλοκή παρά στην ~ (Athanasiadis-N)
- ⑤ coming-out, avowal, declaration:
- έχομε αξιοσημείωτες ενέργειες αποκαλύψεως και προσπάθειες θρησκευτικής αποκαταστάσεως των κρυπτοχριστιανών (Milioris, adapted)
- ⑥ geol, min etc open pit, opencut
- ⑦ phr, chess εξ αποκαλύψεως en passant
- ⓖ theol εξ αποκαλύψεως by (or through) divine communication or revelation:
- οι αρχές της δικαιοσύνης δεν προέρχονται εξ αποκαλύψεως (Nestor) |
- σου αποδείχνεται εξ αποκαλύψεως πως ζούνε και πετούνε οι άγγελοι (Papatsonis)
[fr kath αποκάλυψις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K]
- ① unveiling (syn αποκαλυπτήρια 1):