Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικισμός ο [apikizmós] Ο17 : η ίδρυση, η εγκατάσταση αποικίας· αποίκιση: Ο ~ της M. Aσίας από τους Έλληνες. Πρώτος / δεύτερος ελληνικός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀποικισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικισμός [apicizmós] ο, (L) = αποίκιση
:
  • ~ της ηπείρου, του νησιού |
  • η αναζήτηση των πρώτων υλών μεγάλωνε την ανάγκη του αποικισμού (NPlaton) |
  • διανομή γαιών και παραχωρήσεις δανείων διευκόλυναν τον αποικισμό μικροϊδιοκτητών (Athanasiadis-N) |
  • fig οι αγγλικές λέξεις διεξάγουν συστηματικό αποικισμό στη γλώσσα μας (Panagiotop, adapted)

[fr kath αποικισμός ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες