Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποικιοποίηση η [apikiopíisi] Ο33 : επιβολή καθεστώτος οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης καθώς και πολιτιστικής υποτέλειας από ισχυρότερες χώρες σε ασθενέστερες.
[λόγ. αποικί(α) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. colonisation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποικιοποίηση [apiciopíisi] η, (L)
- conversion into a colony, colonization (near-syn αποίκιση, αποικισμός, ant αποαποικιοποίηση):
- η ~ της περιοχής Aμμοχώστου υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις
[neol, der of αποικιοποιώ]
- conversion into a colony, colonization (near-syn αποίκιση, αποικισμός, ant αποαποικιοποίηση):