Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικιοκρατικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικιοκρατικός -ή -ό [apikiokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποικιοκρατία: Aποικιοκρατική νοοτροπία / πολιτική / σύμβαση. Aποικιοκρατικά καθεστώτα.

[λόγ. αποικιοκρατ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιοκρατικός, -ή, -ό [apiciokratikós] (L)
  • pertaining to, or supportive of, colonialism, colonialist:
    • τούτο σημαίνει την καταδίκη των αποικιοκρατικών καθεστώτων (Theotokas) |
    • η αποικιοκρατική παραφροσύνη της βικτωριανής εποχής (Panagiotop)

[fr kath (neol) αποικιοκρατικός, der of αποικιοκρατία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες