Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποικιοκρατία η [apikiokratía] Ο25 : θεωρητική στάση και πρακτική που εκφράζει την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κυριαρχία χωρών ισχυρότερων επάνω σε ασθενέστερες: Στη σύνοδο των αδέσμευτων χωρών επικρίθηκε η ~.
[λόγ. αποικί(α)I2 -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. colonialism & γαλλ. colonial isme]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποικιοκρατία [apiciokratía] η, (L)
- ① practice of, or belief in, acquiring and exploiting colonies, colonialism (syn αποικιοκρατισμός):
- η αμερικανική κυβέρνηση ακολουθεί τα χνάρια της βρετανικής αποικιοκρατίας (Papanoutsos) |
- ο κομμουνισμός είναι αντίθετος στην ~ και στην εκμετάλλευση (Evelpidis)
- ② colonial rule:
- ιταλική ~ στα Δωδεκάνησα |
- σε παράγκες επί αποικιοκρατίας στεγάζονταν οι κρατικές υπηρεσίες (Palaiologos)
[fr kath (neol) αποικιοκρατία, der of αποικιοκράτης]
- ① practice of, or belief in, acquiring and exploiting colonies, colonialism (syn αποικιοκρατισμός):