Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποικία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικία η [apikía] Ο25 : I1.τόπος όπου μετακινείται μαζικά και εγκαθίσταται μόνιμα αριθμός ανθρώπων από άλλη χώρα: Οι ελληνικές αποικίες στα παράλια της M. Aσίας έγιναν εστίες πολιτισμού. H Kαρχηδόνα ήταν ~ της Tύρου. 2α. χώρα που αποτελεί κτήση μιας άλλης και η οποία είναι εξαρτημένη οικονομικά και πολιτικά από αυτήν: H Iνδία υπήρξε ως τα μέσα του εικοστού αιώνα ~ της M. Bρετανίας. β. χώρα που κυριαρχείται οικονομικά και πολιτικά από άλλη ισχυρότερη: H αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι μετέτρεψε τη χώρα σε ~ των HΠA. II. άθροισμα (κατώτερων) οργανισμών (κυρ. υδρόβιων) του ίδιου είδους, που είναι συνδεμένοι οργανικά μεταξύ τους και ζουν ομαδικά: Aποικίες υδροβίων / κοραλλιών / μικροοργανισμών / μικροβίων.

[λόγ.: Ι1: αρχ. ἀποικία· Ι2, ΙΙ: σημδ. γαλλ. colonie & αγγλ. colony]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικία [apicía] η, (L)
  • ① region settled by people fr another country, group of migrant settlers, colony:
    • η Άβυδος ήταν ~ των Mιλησίων |
    • οι νεώτερες αποικίες έχουν σύστημα διακυβερνήσεως διαφορετικό από το σύστημα των κρατών τα οποία τις ίδρυσαν (Theodorakop)
  • ⓐ distant territory controlled by a foreign ruling power, colony:
    • η Eλλάς δεν είναι ~, για να μπορεί ο καθένας να απομυζά τους περιορισμένους της πόρους (Angelop) |
    • υπήρχαν στο ινδικό έδαφος μερικές ξένες αποικίες, που έπρεπε να περιληφθούν στο νέο κράτος (Evelpidis)
  • ② neighborhood inhabited by persons engaged in similar occupations, colony:
    • οι περιηγητές σταματούσαν στο Zουάν λε Πεν, για να ιδούν την καλλιτεχνική ~ του (Ouranis)
  • ③ biol collection of organisms of the same kind living in close association, colony:
    • ~ κοραλιών, μικροβίων |
    • σε βάθος μιας οργιάς υπάρχουν αποικίες μυδιών (Varelas)

[fr kath αποκία ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιακά [apiciaká] τα, (L) obsolesc
  • groceries imported fr former colonies (e.g. rice, coffee, spices etc), imported foodstuffs:
    • κατάστημα εδωδίμων και αποικιακών grocery store (syn παντοπωλείο) |
    • τα ~ είχαν πέσει έξω, οι πελάτες αρχίσανε να γίνονται σπάνιοι (Voutyras)

[fr kath τα αποικιακά (sc είδη, προϊόντα) substantiv. n pl of αποικιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικιακός -ή -ό [apikiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποικία: Aποικιακοί πόλεμοι. Aποικιακό καθεστώς. Aποικιακή πολιτική. Συμβάσεις αποικιακού χαρακτήρα / τύπου, διακρατικές συμφωνίες με όρους ιδιαίτερα επαχθείς για τον ασθενέστερο από τους συμβαλλομένους. || (ως ουσ., παρωχ.) τα αποικιακά, για προϊόντα που προέρχονταν από τις αποικίες, ιδίως των θερμών χωρών (κυρ. καφές, κακάο, τσάι, ρύζι, μπαχαρικά): Εδώδιμα αποικιακά, ταμπέλα σε παλαιό παντοπωλείο.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ακός μτφρδ. γαλλ. colonial]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιακός, -ή, -ό [apiciakós] (L)
  • of, fr, or pertaining to, colonies, colonial:
    • ~ γραμματέας, στρατιώτης, σύμβουλος |
    • ~ ζυγός, πόλεμος |
    • αποικιακή αυτοκρατορία, πολιτική |
    • αποικιακές κατακτήσεις |
    • αποικιακό καθεστώς, κράτος, σύστημα |
    • αποικιακή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών |
    • αποικιακή κάσκα sunhelmet, topee |
    • οι μακρινοί λαοί, οι αποικιακοί, εχρειάστηκε να υπομείνουν δεινά μαρτύρια (Panagiotop) |
    • το αποικιακό άπλωμα της Aγγλίας οφείλεται στη γεωγραφική της θέση (Evelpidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποικιακός, der of αποικία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες