Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθυμιά η [apoθimná] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. έντονη επιθυμία, πόθος. 2. νοσταλγία: Tον έπιασε ~ για το χωριό του.
[μσν. αποθυμιά < αποθυμ(ώ) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθυμιά, (& αποθυμία) s. επιθυμία.