Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθνήσκω [apoθnísko] Ρ αόρ. απέθανα, απαρέμφ. αποθάνει : (λόγ.) πεθαίνω1. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε.
[λόγ. < αρχ. ἀποθνFήσκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποθνήσκω· απεθνήσκω, (Iστ. Bλαχ. 65)· ’πεθνήσκω, (Θησ. Γ´ [758]).
-
[αρχ. αποθνήσκω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθνήσκω [apoθnísko] (& πεθνήσκω) ipf απόθνησκα (& απέθνησκα & πέθνησακα) L & lit
- cease to live, die (syn αποθαίνω, πεθαίνω):
- η Bεατρίκη αποθνήσκει σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών (Theodorakop) |
- οι άνθρωποι των χρόνων εκείνων πέθνησκαν νέοι (Floros)
- ⓐ fig die away, fade away, disappear:
- σε κάθε γωνιά πέθνησκε απροστάτευτη η αθωότητα (Myriv) |
- poem αχ νιότη! φεύγει δα κι αυτή, φεύγει και αποθνήσκει (Solom) |
- εδώ σβήνεται, αποθνήσκει | κάθε πρόσχαρη φωνή (Markoras) [fr kath & postmed, MG αποθνήσκω ← PatrG, K (also pap), AG] S. also αποθαίνω, πεθαίνω.
- cease to live, die (syn αποθαίνω, πεθαίνω):