Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθηλασμός ο [apoθilazmós] Ο17 : ο απογαλακτισμός.
[λόγ. < ελνστ. ἀποθηλασμός `θηλασμός μέχρι τέλος΄ σημδ. γαλλ. ablactation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθηλασμός [apoθilazmós] ο, (L)
- cessation of breastfeeding, ablactation, weaning (syn απογαλάκτιση):
- ο απότομος ~ μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες
[fr kath αποθηλασμός ← MG (7th c.) ← LK ἀποθηλασμός 'sucking']
- cessation of breastfeeding, ablactation, weaning (syn απογαλάκτιση):