Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθηλάζω [apoθilázo] Ρ2.1α : απογαλακτίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἀποθηλάζω κατά τη σημ. της λ. αποθηλασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθηλάζω [apoθilázo] (L)
- stop breastfeeding (a baby), wean (syn απογαλακτίζω)
[fr kath αποθηλάζω ← MG (7th c.) ← LK ἀποθηλάζω 'suck']