Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθηκεύω [apoθikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.βάζω κτ. σε αποθήκη για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω: Tα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως. Πυρηνικές κεφαλές είναι αποθηκευμένες σε ελληνικό έδαφος. 2α. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, διατηρώ κτ. για να το διαθέσω, να το χρησιμοποιήσω ή να το καταναλώσω αργότερα, μελλοντικά: Συσκευές που αποθηκεύουν ενέργεια από τον άνεμο και τη χρησιμοποιούν όταν δε φυσάει. H καμήλα αποθηκεύει νερό στο σώμα της και το χρησιμοποιεί στην έρημο. Οι υπολογιστές είναι ικανοί να αποθηκεύουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. β. (πληροφ.) διατηρώ ένα ενεργό αρχείο σε δίσκο υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές πριν από το κλείσιμο;
[λόγ. αποθήκ(η) -εύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθηκεύω [apoθicévo] ipf αποθήκευα, aor αποθήκευσα (& αποθήκεψα, subj αποθηκεύσω & αποθηκέψω), pf & plupf έχω-είχα αποθηκεύσει (& αποθηκέψει), pass αποθηκεύομαι, ipf αποθηκευόμουν, aor αποθηκεύτηκα (subj αποθηκευτώ), pf & plupf έχω-είχα αποθηκευτεί (&
- ① place in storage, store (syn αποθηκιάζω 1):
- ~ εμπορεύματα, τρόφιμα |
- αποθήκευαν εκρηκτικές ύλες στην πρεσβεία |
- η Kλεοπάτρα αποθήκευε θησαυρό στην κρύπτη (Roussos, adapted) |
- βεβαιώθηκε πως τα όπλα είχαν αποθηκευτεί (ChZalokostas) |
- πολλά θραύσματα του αγάλματος ήταν αποθηκευμένα σε κιβώτια (Despinis)
- ⓐ store or stock up, lay away:
- ~ νερό |
- αποθήκευε ακριβές κονσέρβες |
- η ρίζα αποθηκεύει το χειμώνα ικμάδα απ' τη γη (Roufos) |
- το κρέας που τρώνε οι τούρνες το αποθηκεύουνε (Potamianos)
- ② store, accumulate, collect (syn αποθηκιάζω 2):
- τον θυμάμαι ν' αποθηκεύει υλικό για τα έξοχα εκείνα ποιήματα (Roufos) |
- τα δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριού αποθήκευαν νικοτίνη (Koumantareas) |
- δημιούργησε με την κληρονομιά, που είχε αποθηκέψει στη μνήμη του, ένα δικό του κόσμο (Stratou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποθηκεύω, der of αποθήκη]
- ① place in storage, store (syn αποθηκιάζω 1):