Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηκευτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηκευτικά [apoθiceftiká] τα, (L)
  • storage charge or fees, demurrage (syn αποθήκευτρα):
    • πληρώσαμε αρκετά για ~ στο τελωνείο

[fr kath τα αποθηκευτικά (sc έξοδα), substantiv. n pl of αποθηκευτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες