Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποθηκάριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθηκάριος ο [apoθikários] Ο20 : αυτός που είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη και τη διαχείριση του υλικού μιας αποθήκης: Προσλάβαμε καινούριο αποθηκάριο. ~ τελωνείου / πλοίου. || (στρατ.): ~ του λόχου. Tεχνικός ~ γραφέας, ειδικότητα στο στρατό.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηκάριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηκάριος [apoθikários] ο, (L)
  • storehouse or storeroom keeper:
    • ο καλόγερος είναι ~ στα τρόφιμα του μοναστηριού (Kasdaglis)

[fr kath αποθηκάριος ← MG (10th c.) ← K (1st c. A.D.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες